φυστή

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυστή Medium diacritics: φυστή Low diacritics: φυστή Capitals: ΦΥΣΤΗ
Transliteration A: phystḗ Transliteration B: phystē Transliteration C: fysti Beta Code: fusth/

English (LSJ)

(sc. μᾶζα), ἡ, Att. name for a kind of light pastry or puff, Chionid.7, AP7.736 (Leon.): in full, φ. μᾶζα Ar.V.610 (anap.), Harmod.1, cf. Ath.3.114f (accented φυστῆ by Moer.p.384 P.: heterocl. pl. φύστα, τά, EM803.1).

German (Pape)

[Seite 1319] oder φύστη, ἡ, sc. μᾶζα, eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür φύραμα gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ εὐάλφιτος Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ ἄγαν τετριμμένη Ath. III, 114 f.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. μᾶζα;
sorte de pain ou de gâteau fait d'un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.
Étymologie: DELG φῦσα « galette soufflée ».

Russian (Dvoretsky)

φυστή: v.l. φύστη ἡ и φυστὴ μᾶζα лепешка из слабо замешенного теста Arph., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φυστή: (ἐξυπακ. μᾶζα), ἡ, Ἀττ. ὄνομα εἴδους πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων καὶ οἴνου, οὗ τὸ φύραμα ὀλίγον μόνον ἐζυμώνεταο καὶ οὐχὶ ἰσχυρῶς, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀνθ. Π. 7. 736˙ φυστὴ μᾶζα Ἀριστοφ. Σφ. 610˙ πρβλ. Ἀθήν. 114F, 149Α. ― Οἱ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τοῦτο φύραμα. ― Συχνάκις φέρεται φύστη˙ παρὰ τῷ Μοίριδι 384 φυστῆ˙ παρὰ δὲ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 803, 1 μνημονεύονται καὶ πληθ. φύστα, τά.

Greek Monolingual

και φύστη και φυστῆ, ἡ, Α
(ενν. μάζα) είδος ελαφρά ζυμωμένου εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. φυστός < φῦσα + κατάλ. -τός (πρβλ. πλαστή)].

Greek Monotonic

φυστή: (ενν. μᾶζα), , είδος γλυκίσματος με κριθάρι, ζύμη που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· φυστή μᾶζα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

(sc. μᾶζἀ, a kind of barley-cake, the dough being lightly mixed, not kneaded firmly, Anth.; φ. μᾶζα Ar. [deriv. uncertain]