ψυχή: Difference between revisions

3,113 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και συγκεκομμένος τ. στον <b>Ερωτόκρ.</b> ψη Ν<br /><b>1.</b> υποθετική, άυλη και άφθαρτη [[ουσία]] η οποία, ενωμένη με το [[σώμα]], αποτελεί την ζωτική [[δύναμη]] [[κάθε]] έμβιου όντος, ζωτική [[πνοή]]<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και σύμφωνα με τη λαϊκή χριστιανική [[δοξασία]]) λεπτή, [[αερώδης]] και αόρατη ύλη, διακεχυμένη στο [[σώμα]], που ως [[ομοίωμα]] και [[σκιά]] του νεκρού εξέρχεται με [[εκπνοή]] από αυτό [[κατά]] τη [[στιγμή]] του θανάτου και η οποία επιζεί κατοικώντας στον Άδη ή, [[κατά]] τους χριστιανούς, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση<br /><b>3.</b> η συναισθηματική και [[ηθική]] [[υπόσταση]] του ανθρώπου, ο [[εσωτερικός]] του [[κόσμος]] (α. «το [[πρόσωπο]] [[είναι]] ο [[καθρέφτης]] της ψυχής» β. «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> εσωτερικό [[σθένος]], [[ζωντάνια]], [[ενεργητικότητα]], [[παληκαριά]], [[θάρρος]], [[ανδρεία]] (α. «πολέμησε με [[ψυχή]]» β. «το λέει η [[ψυχή]] του» γ. «δεν έχει [[ψυχή]] [[μέσα]] του» δ. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς ψυχαῑς τῶν στρατιωτῶν χρησόμεθα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>συνεκδ.</b> ανθρώπινη ύπαρξη, [[άνθρωπος]] (α. «[[ψυχή]] δεν φαίνεται [[πουθενά]]» β. «τόσες αθώες ψυχές χάθηκαν στον πόλεμο» γ. «ἐβαπτίσθησαν... τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]] ψυχαὶ [[ὡσεὶ]] τρισχίλιαι», ΚΔ)<br /><b>6.</b> [[αγάπη]], [[στοργή]]<br /><b>7.</b> περιληπτική [[ονομασία]] τών εντόμων, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] συγκροτούν την [[τάξη]] λεπιδοπτερα, κν. [[σήμερα]] [[πεταλούδα]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> (για πράγμ. και πρόσ.) κύριο [[στοιχείο]] ή κινητήρια [[δύναμη]] ενός έργου, μιας προσπάθειας, ενός φαινομένου (α. «η [[διορατικότητα]] [[είναι]] η [[ψυχή]] της πολιτικής δραστηριότητας» β. «ο Ψυχάρης ήταν η [[ψυχή]] του δημοτικισμού» γ. «πᾱσα [[πολιτεία]] ψυχὴ [[πόλεων]] ἔστιν», Ισοκρ.<br />δ. «τ' ἀργύριόν ἐστιν [[αἷμα]] καὶ ψυχὴ βροτοῑς», Τιμοκλ.<br />ε. «ἀρχὴ μὲν οὖν καὶ [[οἷον]] ψυχὴ ὁ μῡθος τῆς τραγῳδίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ψυχή</i><br /><b>μυθ.</b> η ερωμένη του θεού Έρωτα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-θεολ.) η άυλη [[πλευρά]] ή [[ουσία]] του ανθρώπινου όντος, στην οποία οφείλει ο [[άνθρωπος]] την [[ατομικότητα]] και την ανθρώπινη [[φύση]] του και η οποία θεωρείται [[συχνά]] συνώνυμο του νου ή του Εγώ<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) <b>θεολ.</b> το [[μέρος]] του ατόμου που μετέχει στη θεϊκή [[ουσία]] και που, [[συχνά]], πιστεύεται ότι [[είναι]] αθάνατη, ότι επιζεί και [[μετά]] τον θάνατο του σώματος<br /><b>3.</b> ο [[ψυχισμός]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας [[ψυχίδες]]<br /><b>5.</b> <b>τεχνολ.</b> α) το κατακόρυφο, πλήρες ή με διάκενα, [[μέρος]] δοκού ή διαδοκίδας, που συνδέει τις έδρες ή τα πέλματά της<br />β) το [[μεταξύ]] κεφαλής και πέλματος παρεμβαλλόμενο [[έλασμα]] σιδηροτροχιάς<br />γ) το κεντρικό [[μέρος]] σχοινιού ή συρματόσχοινου<br />δ) το κεντρικό [[μέρος]] ηλεκτροφόρου αγωγού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[ψυχή]] του σύμπαντος ή του κόσμου»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[θεός]]<br />β) «του 'βγαλε την [[ψυχή]]» — τον βασάνισε, τον ταλαιπώρησε ή τον κούρασε πολύ<br />γ) «πιάστηκε η [[ψυχή]] μου»<br />i) έχω [[δύσπνοια]]<br />ii) <b>μτφ.</b> έχω [[αγωνία]]<br />δ) «δεν [[βαστά]] η [[ψυχή]] μου» — δεν [[αντέχω]]<br />ε) «βγήκε η [[ψυχή]] του» — πέθανε<br />στ) «με όλη μου την [[ψυχή]]» — [[ολόψυχα]], με όλες τις δυνάμεις μου<br />ζ) «μού βγήκε η [[ψυχή]]» — κουράστηκα ή ταλαιπωρήθηκα πολύ<br />η) «το τραβάει η [[ψυχή]] του» — το επιθυμεί πολύ<br />θ) «μια [[ψυχή]] πού 'ναι να βγει, ας βγει» — δηλώνει τελεσίδικη [[απόφαση]] ή [[εξάντληση]] υπομονής<br />ι) «τί [[ψυχή]] έχει;» — λέγεται για [[κάτι]] το ασήμαντο, το ανάξιο λόγου<br />ια) «εκ βάθους ψυχής» — με [[κάθε]] [[ειλικρίνεια]]<br />ιβ) «καλή [[ψυχή]]» — [[ευχή]] για [[ευθανασία]] και ευνοϊκή [[κρίση]] από τον θεό<br />ιγ) «τί [[ψυχή]] θα παραδώσεις;» — απευθύνεται επιτιμητικά σε κάποιον που έχει διαπράξει [[πολλά]] αμαρτήματα<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] φυτού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η επίγεια ζωή, βίωση<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα) [[ορμή]], [[αγριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σαρκικός]] [[πόθος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ψυχὴ Ὀρέστου» — ο Ορέστης (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «ἀπὸ τῆς ψυχῆς φιλεῑν» — η ολόψυχη, δυνατή [[αγάπη]] <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψυχή]] [[πρέπει]] να εκληφθεί ως μεταρρηματικό παράγωγο του [[ψύχω]] (Ι) «[[πνέω]], [[φυσώ]]», το οποίο με τη [[σειρά]] του έχει σχηματιστεί πιθανότατα από αμάρτυρο τ. <i>ψύω</i> με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i>, που δηλώνει εμφατικά το [[τέλος]] της πράξης (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρύω]]: <i>τρύ</i>-<i>χω</i>). Το θ. <i>ψυ</i>- τών τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της εκτεταμένης μορφής <i>bhs</i>-<i>eu</i>- της ινδοευρωπαϊκής ρίζας <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεύδομαι]]) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>psu</i> «[[χωρίς]] [[πνοή]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], παρουσιάζει για μηδενισμένη [[βαθμίδα]] η [[μακρότητα]] του φωνήεντος -<i>ῡ</i>- τών τ., η οποία αποδίδεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στη [[δημιουργία]] ξεχωριστού μορφολογικού συστήματος ισχυρής βαθμίδας στην Ελληνική, ανεξάρτητης από την αρχική ινδοευρωπαϊκή δίφθογγο -<i>eu</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρύ</i>-<i>χω</i> και την [[κατάληξη]] τών εις -<i>μι</i> ρ. -<i>νῡμι</i> / -<i>νῠμαι</i>). Η λ. [[ψυχή]], με αρχική σημ. «ζωτική [[δύναμη]] [[κάθε]] έμβιου όντος, ζωτική [[πνοή]]», χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] με ποικίλες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μεταφορικές διαστάσεις. Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τη [[μορφή]] <i>ψυχ</i>(<i>ο</i>)-, [[πολλά]] από τα οποία, στην Νεοελληνική, [[είναι]] αντιδάνειοι επιστημον. όροι (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψυχ</i>-[[ανάλυση]], <i>ψυχο</i>-[[λογία]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψυχάρι]](<i>ον</i>), [[ψυχικός]], [[ψυχώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψυχαῖος]], [[ψυχήϊος]], [[ψυχίδιον]], [[ψυχίον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ψυχόθεν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψυχερός]], [[ψυχισμός]], [[ψυχίτσα]], [[ψυχούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψυχαγωγός]], [[ψυχοβλαβής]], [[ψυχοβόρος]], [[ψυχοειδής]], [[ψυχοκτόνος]], [[ψυχομαχώ]], [[ψυχοπομπός]], [[ψυχοφθόρος]], [[ψυχωφελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψυχέμπορος]], [[ψυχογόνος]], [[ψυχοδότης]], [[ψυχολέτης]], [[ψυχορραγής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ψυχαλγής]], [[ψυχοσσόος]], [[ψυχοστόλος]], [[ψυχοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψύχαγνος]], [[ψυχαπώλεια]], [[ψυχάρπαξ]], [[ψυχοκερδής]], [[ψυχοτερπής]], [[ψυχοτόκος]], [[ψυχοφάγος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ψυχοπονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψυχαναγκασμός]], [[ψυχανάλυση]], [[ψυχανεμίζομαι]], [[ψυχαπάτης]], [[ψυχασθένεια]], [[ψυχιατρική]], [[ψυχοβγάλτης]], [[ψυχογενής]], [[ψυχογιός]], [[ψυχογράφος]], [[ψυχοδιαγνωστικός]], [[ψυχοδιεγερτικός]], [[ψυχόδραμα]], [[ψυχοδυναμικός]], [[ψυχοθεραπεία]], [[ψυχοκόρη]], [[ψυχοκρατία]], [[ψυχολογία]], <i>ψυχομάνα</i>, [[ψυχομετρία]], [[ψυχοπάθεια]], [[ψυχοπαίδι]], [[ψυχοπιάνομαι]], [[ψυχοπλακώνω]], [[ψυχοπλάνος]], [[ψυχοσάββατο]], [[ψυχοσύνθεση]], [[ψυχοσωματικός]], <i>ψυχοφάρμακα</i>, [[ψυχοχάρτι]]<br />(Β' συνθετικό) [[άψυχος]], [[γυναικόψυχος]], [[δειλόψυχος]], [[έμψυχος]], [[εύψυχος]], [[καλόψυχος]], [[μεγαλόψυχος]], [[μικρόψυχος]], [[ολόψυχος]], [[ομόψυχος]], [[σκληρόψυχος]], [[σύμψυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψυχος]], [[ασθενόψυχος]], [[βαρύψυχος]], [[δουλόψυχος]], [[ελευθερόψυχος]], [[ζημιόψυχος]], [[θνητόψυχος]], [[ιερόψυχος]], [[ισόψυχος]], [[ισχυρόψυχος]], [[λαμπρόψυχος]], [[λεοντόψυχος]], [[μαλακόψυχος]], [[πάμψυχος]], [[πλατύψυχος]], [[πλουσιόψυχος]], [[πονηρόψυχος]], [[σιδηρόψυχος]], [[ταπεινόψυχος]], [[υπέρψυχος]], [[φιλόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελόψυχος]], [[αγιόψυχος]], [[αγριόψυχος]], [[ανοιχτόψυχος]], [[γενναιόψυχος]], <i>γιγαντόψυχος</i>, <i>επτάψυχος</i>, [[κακόψυχος]], [[λιγόψυχος]], [[λιονταρόψυχος]], [[λιπόψυχος]], <i>ξέψυχος</i>, [[πετρόψυχος]], [[πονόψυχος]], [[σκυλόψυχος]], [[στενόψυχος]], [[χρυσόψυχος]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και συγκεκομμένος τ. στον <b>Ερωτόκρ.</b> ψη Ν<br /><b>1.</b> υποθετική, άυλη και άφθαρτη [[ουσία]] η οποία, ενωμένη με το [[σώμα]], αποτελεί την ζωτική [[δύναμη]] [[κάθε]] έμβιου όντος, ζωτική [[πνοή]]<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και σύμφωνα με τη λαϊκή χριστιανική [[δοξασία]]) λεπτή, [[αερώδης]] και αόρατη ύλη, διακεχυμένη στο [[σώμα]], που ως [[ομοίωμα]] και [[σκιά]] του νεκρού εξέρχεται με [[εκπνοή]] από αυτό [[κατά]] τη [[στιγμή]] του θανάτου και η οποία επιζεί κατοικώντας στον Άδη ή, [[κατά]] τους χριστιανούς, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση<br /><b>3.</b> η συναισθηματική και [[ηθική]] [[υπόσταση]] του ανθρώπου, ο [[εσωτερικός]] του [[κόσμος]] (α. «το [[πρόσωπο]] [[είναι]] ο [[καθρέφτης]] της ψυχής» β. «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> εσωτερικό [[σθένος]], [[ζωντάνια]], [[ενεργητικότητα]], [[παληκαριά]], [[θάρρος]], [[ανδρεία]] (α. «πολέμησε με [[ψυχή]]» β. «το λέει η [[ψυχή]] του» γ. «δεν έχει [[ψυχή]] [[μέσα]] του» δ. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς ψυχαῑς τῶν στρατιωτῶν χρησόμεθα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>συνεκδ.</b> ανθρώπινη ύπαρξη, [[άνθρωπος]] (α. «[[ψυχή]] δεν φαίνεται [[πουθενά]]» β. «τόσες αθώες ψυχές χάθηκαν στον πόλεμο» γ. «ἐβαπτίσθησαν... τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]] ψυχαὶ [[ὡσεὶ]] τρισχίλιαι», ΚΔ)<br /><b>6.</b> [[αγάπη]], [[στοργή]]<br /><b>7.</b> περιληπτική [[ονομασία]] τών εντόμων, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] συγκροτούν την [[τάξη]] λεπιδοπτερα, κν. [[σήμερα]] [[πεταλούδα]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> (για πράγμ. και πρόσ.) κύριο [[στοιχείο]] ή κινητήρια [[δύναμη]] ενός έργου, μιας προσπάθειας, ενός φαινομένου (α. «η [[διορατικότητα]] [[είναι]] η [[ψυχή]] της πολιτικής δραστηριότητας» β. «ο Ψυχάρης ήταν η [[ψυχή]] του δημοτικισμού» γ. «πᾱσα [[πολιτεία]] ψυχὴ [[πόλεων]] ἔστιν», Ισοκρ.<br />δ. «τ' ἀργύριόν ἐστιν [[αἷμα]] καὶ ψυχὴ βροτοῑς», Τιμοκλ.<br />ε. «ἀρχὴ μὲν οὖν καὶ [[οἷον]] ψυχὴ ὁ μῡθος τῆς τραγῳδίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ψυχή</i><br /><b>μυθ.</b> η ερωμένη του θεού Έρωτα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-θεολ.) η άυλη [[πλευρά]] ή [[ουσία]] του ανθρώπινου όντος, στην οποία οφείλει ο [[άνθρωπος]] την [[ατομικότητα]] και την ανθρώπινη [[φύση]] του και η οποία θεωρείται [[συχνά]] συνώνυμο του νου ή του Εγώ<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) <b>θεολ.</b> το [[μέρος]] του ατόμου που μετέχει στη θεϊκή [[ουσία]] και που, [[συχνά]], πιστεύεται ότι [[είναι]] αθάνατη, ότι επιζεί και [[μετά]] τον θάνατο του σώματος<br /><b>3.</b> ο [[ψυχισμός]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας [[ψυχίδες]]<br /><b>5.</b> <b>τεχνολ.</b> α) το κατακόρυφο, πλήρες ή με διάκενα, [[μέρος]] δοκού ή διαδοκίδας, που συνδέει τις έδρες ή τα πέλματά της<br />β) το [[μεταξύ]] κεφαλής και πέλματος παρεμβαλλόμενο [[έλασμα]] σιδηροτροχιάς<br />γ) το κεντρικό [[μέρος]] σχοινιού ή συρματόσχοινου<br />δ) το κεντρικό [[μέρος]] ηλεκτροφόρου αγωγού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[ψυχή]] του σύμπαντος ή του κόσμου»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[θεός]]<br />β) «του 'βγαλε την [[ψυχή]]» — τον βασάνισε, τον ταλαιπώρησε ή τον κούρασε πολύ<br />γ) «πιάστηκε η [[ψυχή]] μου»<br />i) έχω [[δύσπνοια]]<br />ii) <b>μτφ.</b> έχω [[αγωνία]]<br />δ) «δεν [[βαστά]] η [[ψυχή]] μου» — δεν [[αντέχω]]<br />ε) «βγήκε η [[ψυχή]] του» — πέθανε<br />στ) «με όλη μου την [[ψυχή]]» — [[ολόψυχα]], με όλες τις δυνάμεις μου<br />ζ) «μού βγήκε η [[ψυχή]]» — κουράστηκα ή ταλαιπωρήθηκα πολύ<br />η) «το τραβάει η [[ψυχή]] του» — το επιθυμεί πολύ<br />θ) «μια [[ψυχή]] πού 'ναι να βγει, ας βγει» — δηλώνει τελεσίδικη [[απόφαση]] ή [[εξάντληση]] υπομονής<br />ι) «τί [[ψυχή]] έχει;» — λέγεται για [[κάτι]] το ασήμαντο, το ανάξιο λόγου<br />ια) «εκ βάθους ψυχής» — με [[κάθε]] [[ειλικρίνεια]]<br />ιβ) «καλή [[ψυχή]]» — [[ευχή]] για [[ευθανασία]] και ευνοϊκή [[κρίση]] από τον θεό<br />ιγ) «τί [[ψυχή]] θα παραδώσεις;» — απευθύνεται επιτιμητικά σε κάποιον που έχει διαπράξει [[πολλά]] αμαρτήματα<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] φυτού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η επίγεια ζωή, βίωση<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα) [[ορμή]], [[αγριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σαρκικός]] [[πόθος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ψυχὴ Ὀρέστου» — ο Ορέστης (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «ἀπὸ τῆς ψυχῆς φιλεῑν» — η ολόψυχη, δυνατή [[αγάπη]] <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψυχή]] [[πρέπει]] να εκληφθεί ως μεταρρηματικό παράγωγο του [[ψύχω]] (Ι) «[[πνέω]], [[φυσώ]]», το οποίο με τη [[σειρά]] του έχει σχηματιστεί πιθανότατα από αμάρτυρο τ. <i>ψύω</i> με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i>, που δηλώνει εμφατικά το [[τέλος]] της πράξης (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρύω]]: <i>τρύ</i>-<i>χω</i>). Το θ. <i>ψυ</i>- τών τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της εκτεταμένης μορφής <i>bhs</i>-<i>eu</i>- της ινδοευρωπαϊκής ρίζας <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεύδομαι]]) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>psu</i> «[[χωρίς]] [[πνοή]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], παρουσιάζει για μηδενισμένη [[βαθμίδα]] η [[μακρότητα]] του φωνήεντος -<i>ῡ</i>- τών τ., η οποία αποδίδεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στη [[δημιουργία]] ξεχωριστού μορφολογικού συστήματος ισχυρής βαθμίδας στην Ελληνική, ανεξάρτητης από την αρχική ινδοευρωπαϊκή δίφθογγο -<i>eu</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρύ</i>-<i>χω</i> και την [[κατάληξη]] τών εις -<i>μι</i> ρ. -<i>νῡμι</i> / -<i>νῠμαι</i>). Η λ. [[ψυχή]], με αρχική σημ. «ζωτική [[δύναμη]] [[κάθε]] έμβιου όντος, ζωτική [[πνοή]]», χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] με ποικίλες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μεταφορικές διαστάσεις. Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τη [[μορφή]] <i>ψυχ</i>(<i>ο</i>)-, [[πολλά]] από τα οποία, στην Νεοελληνική, [[είναι]] αντιδάνειοι επιστημον. όροι (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψυχ</i>-[[ανάλυση]], <i>ψυχο</i>-[[λογία]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψυχάρι]](<i>ον</i>), [[ψυχικός]], [[ψυχώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψυχαῖος]], [[ψυχήϊος]], [[ψυχίδιον]], [[ψυχίον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ψυχόθεν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψυχερός]], [[ψυχισμός]], [[ψυχίτσα]], [[ψυχούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψυχαγωγός]], [[ψυχοβλαβής]], [[ψυχοβόρος]], [[ψυχοειδής]], [[ψυχοκτόνος]], [[ψυχομαχώ]], [[ψυχοπομπός]], [[ψυχοφθόρος]], [[ψυχωφελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψυχέμπορος]], [[ψυχογόνος]], [[ψυχοδότης]], [[ψυχολέτης]], [[ψυχορραγής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ψυχαλγής]], [[ψυχοσσόος]], [[ψυχοστόλος]], [[ψυχοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψύχαγνος]], [[ψυχαπώλεια]], [[ψυχάρπαξ]], [[ψυχοκερδής]], [[ψυχοτερπής]], [[ψυχοτόκος]], [[ψυχοφάγος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ψυχοπονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψυχαναγκασμός]], [[ψυχανάλυση]], [[ψυχανεμίζομαι]], [[ψυχαπάτης]], [[ψυχασθένεια]], [[ψυχιατρική]], [[ψυχοβγάλτης]], [[ψυχογενής]], [[ψυχογιός]], [[ψυχογράφος]], [[ψυχοδιαγνωστικός]], [[ψυχοδιεγερτικός]], [[ψυχόδραμα]], [[ψυχοδυναμικός]], [[ψυχοθεραπεία]], [[ψυχοκόρη]], [[ψυχοκρατία]], [[ψυχολογία]], <i>ψυχομάνα</i>, [[ψυχομετρία]], [[ψυχοπάθεια]], [[ψυχοπαίδι]], [[ψυχοπιάνομαι]], [[ψυχοπλακώνω]], [[ψυχοπλάνος]], [[ψυχοσάββατο]], [[ψυχοσύνθεση]], [[ψυχοσωματικός]], <i>ψυχοφάρμακα</i>, [[ψυχοχάρτι]]<br />(Β' συνθετικό) [[άψυχος]], [[γυναικόψυχος]], [[δειλόψυχος]], [[έμψυχος]], [[εύψυχος]], [[καλόψυχος]], [[μεγαλόψυχος]], [[μικρόψυχος]], [[ολόψυχος]], [[ομόψυχος]], [[σκληρόψυχος]], [[σύμψυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψυχος]], [[ασθενόψυχος]], [[βαρύψυχος]], [[δουλόψυχος]], [[ελευθερόψυχος]], [[ζημιόψυχος]], [[θνητόψυχος]], [[ιερόψυχος]], [[ισόψυχος]], [[ισχυρόψυχος]], [[λαμπρόψυχος]], [[λεοντόψυχος]], [[μαλακόψυχος]], [[πάμψυχος]], [[πλατύψυχος]], [[πλουσιόψυχος]], [[πονηρόψυχος]], [[σιδηρόψυχος]], [[ταπεινόψυχος]], [[υπέρψυχος]], [[φιλόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελόψυχος]], [[αγιόψυχος]], [[αγριόψυχος]], [[ανοιχτόψυχος]], [[γενναιόψυχος]], <i>γιγαντόψυχος</i>, <i>επτάψυχος</i>, [[κακόψυχος]], [[λιγόψυχος]], [[λιονταρόψυχος]], [[λιπόψυχος]], <i>ξέψυχος</i>, [[πετρόψυχος]], [[πονόψυχος]], [[σκυλόψυχος]], [[στενόψυχος]], [[χρυσόψυχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῡχή:''' ἡ ([[ψύχω]])<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πνοή]], Λατ. [[anima]], [[ιδίως]] ως [[σημείο]] ζωής, [[ζωή]], [[πνεύμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε [[ψυχή]] τε καὶ [[αἰών]], ψυχὴ καὶ [[θυμός]], σε Όμηρ.· τὸν δ' ἔλιπε [[ψυχή]], λέγεται για κάποιον που λιποθυμά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ψυχὴνπαρθέμενος</i>, παρακινδυνεύοντας ή ρισκάροντας τη [[ζωή]] του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>περὶ ψυχῆς</i>, για τη [[ζωή]] κάποιου, δηλ. για τη [[σωτηρία]] του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>μάχεσθαι</i>, [[θέειν]] περὶ ψυχῆς, σε Όμηρ.· <i>τρέχειν περὶ ψυχῆς</i>, σε Ηρόδ.· ὁ περὶ τῆς ψυχῆς [[ἀγών]], [[αγώνας]] ζωής και θανάτου, σε Σοφ.· <i>ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι</i>, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για τη [[ζωή]] του Αισώπου, σε Ηρόδ.· <i>ψυχὴν ἀφιέναι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για προσφιλή πράγματα, όπως η [[ζωή]], <i>χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται βροτοῖσι</i>, σε Ησίοδ.· <i>πᾶσι δ' ἀνθρώποις ψυχὴ τέκν'</i> ([[ἐστί]]), σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ψυχή]] του νεκρού, [[πνεύμα]], [[φάντασμα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψυχή]] ή [[πνεύμα]] ανθρώπου, Λατ. [[anima]], αντίθ. προς το [[σῶμα]], σε Πλάτ., Ξεν.· [[ψυχή]] τινος, [[περίφραση]] για τον ίδιο τον άνθρωπο, σε Σοφ.· επίσης, <i>ψυχαί</i>, ψυχές, = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως [[προσφώνηση]], ὦ μελέα [[ψυχή]], σε Σοφ.· ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ [[ψυχή]], σε Ξεν.· [[πᾶσα]] ψυχὴ ὑποτασσέσθω, ας αφήσουμε [[κάθε]] [[ψυχή]] να υποταχθεί, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[ψυχή]] (ως [[έδρα]] της θέλησης, των επιθυμιών, των παθών), [[καρδιά]], <i>ψυχὴν ἄριστε</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἐκ τῆς ψυχῆς</i>, [[ολόψυχα]], από καρδιάς, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> σαρκική [[επιθυμία]], όρεξη, [[ορμή]], <i>δοῦναί τι τῇ ψυχῇ</i>, όπως το Λατ. indulgere [[animo]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[ψυχή]] ως όργανο του νου, [[μυαλό]], [[διάνοια]], [[κρίση]], [[λόγος]], ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]], σε Ηρόδ.
}}
}}