ἀπαιδευτότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_18)
 
(1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιδευτότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, [[ἄγροικος]], [[σκαιός]], [[ἄκομψος]], πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
|lstext='''ἀπαιδευτότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, [[ἄγροικος]], [[σκαιός]], [[ἄκομψος]], πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιδευτότροπος:''' невоспитанный, разнузданный ([[ἐξουσία]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδευτότροπος: -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, ἄγροικος, σκαιός, ἄκομψος, πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιδευτότροπος: невоспитанный, разнузданный (ἐξουσία Diod.).