θερμουργός: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ.
|lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θερμουργός:''' пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.
}}
}}