3,277,114
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ. | |lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερμουργός:''' пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc. | |||
}} | }} |