σαθρός: Difference between revisions

1,044 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαθρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> σαπισμένος, [[σάπιος]], φθαρμένος, παρηκμασμένος, [[ετοιμόρροπος]], [[επισφαλής]], ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. <i>σαθρῶς ἱδρυμένος</i>, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί [[σφι]], [[πριν]] βάλουν με το [[μυαλό]] τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη [[σκέψη]], δηλ. [[προτού]] αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· <i>σ. λόγοι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σαθρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> σαπισμένος, [[σάπιος]], φθαρμένος, παρηκμασμένος, [[ετοιμόρροπος]], [[επισφαλής]], ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. <i>σαθρῶς ἱδρυμένος</i>, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί [[σφι]], [[πριν]] βάλουν με το [[μυαλό]] τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη [[σκέψη]], δηλ. [[προτού]] αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· <i>σ. λόγοι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σαθρός:''' <b class="num">1)</b> гнилой, прогнивший, тж. испорченный ([[σάρξ]] Plut.): τὰ σαθρὰ τοῦ σώματος Plut. пораженные части тела;<br /><b class="num">2)</b> ветхий, дырявый ([[πλοῖον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> надтреснутый ([[ἀγγεῖον]] Plat.): σαθρὸν φθέγγεσθαι Plat. издавать надтреснутый звук;<br /><b class="num">4)</b> порочный, уязвимый Plat.: τὰ σαθρά τινος Dem., Plut. чьи-л. пороки;<br /><b class="num">5)</b> слабый, немощный (φωναί Arst.);<br /><b class="num">6)</b> плохой, дурной ([[κῦδος]] Pind.): [[πρίν]] τι καὶ σαθρόν τινι ἐγγενέσθαι Her. прежде чем родится у кого-л. какой-л. дурной замысел;<br /><b class="num">7)</b> пустой, бессмысленный (λόγοι Eur.).
}}
}}