3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄροφος:''' ὁ ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὄροφος:''' ὁ ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄροφος:''' ὁ<b class="num">1)</b> тростник, камыш (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. [[λαχνήεις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> кровля, крыша (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον [[ἰέναι]] Plat. жить под одной крышей;<br /><b class="num">3)</b> pl. храм (ὄροφοι Φοίβου Eur.). | |||
}} | }} |