Anonymous

ὄροφος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄροφος:''' ὁ ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὄροφος:''' ὁ ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄροφος:''' ὁ<b class="num">1)</b> тростник, камыш (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. [[λαχνήεις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> кровля, крыша (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον [[ἰέναι]] Plat. жить под одной крышей;<br /><b class="num">3)</b> pl. храм (ὄροφοι Φοίβου Eur.).
}}
}}