φέγγος: Difference between revisions

1,269 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φέγγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> φως, [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]], σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Τραγ.· [[ιδίως]] όπως [[φάος]], [[φῶς]], το φως της ημέρας, σε Τραγ.· <i>δεκάτῳ φέγγει ἔτους</i>, στο φως του δέκατου έτους, δηλ. στο δέκατο [[έτος]], σε Αισχύλ.· επίσης, το φως του φεγγαριού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φέγγος]] [[ἰδεῖν]], [[βλέπω]] το φως, [[έρχομαι]] στον κόσμο (γεννιέμαι), σε Πίνδ.· [[λιπεῖν]] [[φέγγος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> φως λαμπάδας ή φωτιάς, σε Αισχύλ.· φως, [[λαμπάδα]], σε Αριστοφ.· πληθ. <i>φέγγη</i>, φωτιές, σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> το φως των ματιών, σε Ευρ., Θεόκρ.· τυφλὸν [[φέγγος]], δηλ. [[τυφλότητα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> φως, μεταφ. λέγεται για [[δόξα]], [[υπερηφάνεια]], [[χαρά]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''φέγγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> φως, [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]], σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Τραγ.· [[ιδίως]] όπως [[φάος]], [[φῶς]], το φως της ημέρας, σε Τραγ.· <i>δεκάτῳ φέγγει ἔτους</i>, στο φως του δέκατου έτους, δηλ. στο δέκατο [[έτος]], σε Αισχύλ.· επίσης, το φως του φεγγαριού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φέγγος]] [[ἰδεῖν]], [[βλέπω]] το φως, [[έρχομαι]] στον κόσμο (γεννιέμαι), σε Πίνδ.· [[λιπεῖν]] [[φέγγος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> φως λαμπάδας ή φωτιάς, σε Αισχύλ.· φως, [[λαμπάδα]], σε Αριστοφ.· πληθ. <i>φέγγη</i>, φωτιές, σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> το φως των ματιών, σε Ευρ., Θεόκρ.· τυφλὸν [[φέγγος]], δηλ. [[τυφλότητα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> φως, μεταφ. λέγεται για [[δόξα]], [[υπερηφάνεια]], [[χαρά]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''φέγγος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> свет, блеск, сияние (ἡλίου, ἡμέρας Aesch.; sc. τῆς σελήνης Xen.; ὀμμάτων Eur.; τῶν ἄστρων Arst.): τυφλὸν φ. Eur. потускневший свет (очей), слепота; δεκάτῳ φέγγει ἔτους Aesch. на десятом году;<br /><b class="num">2)</b> пламя, огонь (λαμπάδων Aesch.): φέγγη Plut. (сторожевые) огни;<br /><b class="num">3)</b> факел (φ. φέρειν Arph.);<br /><b class="num">4)</b> досл. дневной свет, перен. жизнь: [[ἰδεῖν]] φ. Pind. появиться на свет, родиться; [[λιπεῖν]] φ. Eur. покинуть свет, умереть; φ. οὐκέτ᾽ [[ἐστί]] μοι Soph. жизнь моя угасла;<br /><b class="num">5)</b> день (μοιρίδιον φ. Eur.);<br /><b class="num">6)</b> блеск, краса, слава (Αἰακιδᾶν Pind.; πάτρης Anth.);<br /><b class="num">7)</b> радость, наслаждение: τί γὰρ [[τούτου]] φ. [[ἥδιον]]; Aesch. что может быть больше этого счастья?
}}
}}