φέγγος
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
εος, τό,
A light, splendour, lustre, τῆλε δὲ φ. ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο λάμπε θεᾶς h.Cer.278; τὸ φέγγος τῆς χρόας Duris 14 J.; τὸ φέγγος τῆς δόξης Κυρίου LXX Ez.10.4; φέγγος ἀστραπῆς ὅπλων ib.Hb.3.11: freq. like φάος, of daylight, either abs. or with some word added, φέγγος ἡλίου A.Pers.377, S.Tr.606, etc.; τὸ φέγγος τοῦ θεοῦ E.Alc.722; without the Art., φέγγος εἰσορᾶν θεοῦ Id.Or.1025, cf. S.Aj.673; ὦ φέγγος ib.859, E.El.866; ὦ φέγγος ἡμέρας A.Ag.1577; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year, ib.504.
b moonlight, X.Cyn.5.4; νυκτερινὰ φέγγη, opp. ἡμερινὸν φῶς, Pl.R. 508c; ἐὰν τὸ φέγγος ἐκλείψῃ Cat.Cod.Astr.4.172, cf. Nonn. D. 38.255; φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης Hsch. s.v. φέγγος; τὸ φέγγος τοῦ γάλακτος, of the milky way, Arist.Mete.346a26.
c of men, φέγγος ἰδεῖν, προσιδεῖν, to see the light, come into the world, ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φ. Pi.P.4.111; ἀελίου προσιδεῖν φ. B.5.162; λιπεῖν φ. E.Or.954; ὄλωλα, φ. οὐκέτ' ἔστι μοι S.Tr.1144.
d day, τριταῖον ἤδη φέγγος E.Hec.32, cf. Sosiph.3.1; μοιρίδιον φέγγος = μοιρίδιον ἦμαρ, E.Eleg.2.
2 the light of torches or fire, φέγγος λαμπάδων A.Eu. 1022; πυρός ib.1029, Ch.1037: a light, torch, Ar.Ra.448, X.Smp.1.9; pl. φέγγη = torches or watch-fires, Aen.Tact.10.26 (cj.), Plu.Cam.25, etc.
3 the light of the eyes, φέγγος ὀμμάτων E.Hec.368, 1035; ὄσσων Theoc.24.75; τυφλὸν φέγγος i.e. blindness, E.Hec.1068 (lyr.).
II light, as a metaph. for delight, glory, pride, joy, Pi.P.8.97, N.3.64,4.13; τί γὰρ γυναικὶ τούτου φ. ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἀνδρὶ σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; A.Ag.602; of persons, Pi.N.9.42; μέγα βροτοῖσι φ. Ἀσκληπιόν Ar.Pl.640 (lyr.); Μουσέων φ. Ὅμηρον AP7.6 (Antip. Sid.); ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις Ar.Eq.1319 (anap.); πλοῦτος.. ἀνδρὶ φ. Pi.O.2.56; φέγγος ὀπώρας, of wine, Id.Fr.153.
2 lustre, δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης Pl.Phdr.250b; φέγγος ἐλέους LXX 3 Ma.6.4; τῆς ψυχῆς τὸ γάνωμα καὶ τὸ φέγγος Plu.2.792a, etc.
German (Pape)
[Seite 1259] τό, Licht, Glanz, Schein; zuerst Hom. h. Cer. 279; Pind. καθαρὸν χαρίτων, P. 9, 90; Sonnenlicht, Tageslicht, ἐπεὶ δὲ φέγγος ἠλίου κατέφθιτο Aesch. Pers. 369; dah. δεκάτῳ σε φέγγει τῷδ' ἀφικόμην ἔτους Ag. 490; νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου Soph. Ant. 802; El. 373 Trach. 603; Eur. oft; auch Xen. Conv. 1, 9 Cyn. 5, 4; νυκτερινὰ φέγγη Plat. Rep. VI, 508 c; bes. aber Mondlicht (dah. bei den Neugriechen φεγγάριον der Mond); auch π υρός Aesch. Eum. 983; λαμπάδων 976, wie λαμπτήρων D. Hal. 5, 42; auch ohne solchen Zusatz, Plut. Cam. 25 Al. 31. – Auch wie φάος übertr., Ruhm, Αἰακιδᾶν τηλαυγές Pind. N. 3, 64; φ. μο υσῶν Ὅμηρος Antp. Sid. 68 (VII, 6); πάτρης φέγγεα Agath. 82 (VII, 614), u. öfter in der Anth.; – erfreulicher Anblick, τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν Aesch. Ag. 588; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
éclat, lumière :
I. au propre;
1 en gén.
2 lumière du soleil ; le jour : δεκάτῳ φέγγει τῷδε ἔτους ESCHL voici la dixième année;
3 lumière d'un feu, de flambeaux ; lumière, torche ; τὰ φέγγη PLUT les feux de garde;
4 éclat des yeux : τυφλὸν φέγγος EUR éclat obscurci des yeux, cécité;
II. fig. rayonnement (de la joie, du bonheur, etc.).
Étymologie: DELG rien de … clair ni de certain.
Russian (Dvoretsky)
φέγγος: εος τό
1 свет, блеск, сияние (ἡλίου, ἡμέρας Aesch.; sc. τῆς σελήνης Xen.; ὀμμάτων Eur.; τῶν ἄστρων Arst.): τυφλὸν φ. Eur. потускневший свет (очей), слепота; δεκάτῳ φέγγει ἔτους Aesch. на десятом году;
2 пламя, огонь (λαμπάδων Aesch.): φέγγη Plut. (сторожевые) огни;
3 факел (φ. φέρειν Arph.);
4 досл. дневной свет, перен. жизнь: ἰδεῖν φ. Pind. появиться на свет, родиться; λιπεῖν φ. Eur. покинуть свет, умереть; φ. οὐκέτ᾽ ἐστί μοι Soph. жизнь моя угасла;
5 день (μοιρίδιον φ. Eur.);
6 блеск, краса, слава (Αἰακιδᾶν Pind.; πάτρης Anth.);
7 радость, наслаждение: τί γὰρ τούτου φ. ἥδιον; Aesch. что может быть больше этого счастья?
Greek (Liddell-Scott)
φέγγος: -εος, τό, φῶς, λάμψις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 279, Πίνδ., Τραγ.· μάλιστα ὡς τὸ φάος, φῶς, τὸ τῆς ἡμέρας φῶς, εἴτε ἀπολ., εἴτε μετὰ προσδιορισμοῦ, φ. ἡλίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 377, Σοφ., κλπ.· τὸ φ. τοῦ θεοῦ Εὐρ. Ἄλκ. 722· συχν. ἄνευ τοῦ ἄρθρου, φ. εἰσορᾶν θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1025, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 673· ὦ φέγγος αὐτόθι 859, Εὐρ. Ἠλ. 866· ὦ φ. ἡμέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1577· δεκάτῳ φέγγει ἔτους, κατὰ τὸ δέκατον ἔτος, αὐτόθι 504. β) τὸ τῆς σελήνης φῶς, Ξεν. Κυνηγ. 5. 4· νυκτερινὰ φέγγει ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡμερινὸν φῶς, Πλάτ. Πολ. 508C· (οὕτως ἐν τῇ καθωμιλημένῃ Ἑλληνικῇ φεγγάρι λέγεται ἡ σελήνη, ἴδε Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. 290· καί τινες τῶν γραμματικῶν ἡμαρτημένως ἐδόξασαν ὅτι φάος ἐσήμαινε τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, φέγγος δὲ τὸ τῆς σελήνης)· ὡσαύτως, τὸ φ. τοῦ γάλακτος, ὁ γαλαξίας, Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 8, 18. γ) ἐπὶ ἀνθρώπων, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, ἰδεῖν τὸ φῶς, ἐλθεῖν εἰς τὸν κόσμον, γεννηθῆναι, Πινδ. Π. 4. 198, θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον, μηδ’ ἀελίου προσιδεῖν φέγγος Βακχυλ. Ἐπίνικοι V. 160-2, Blass.· λιπεῖν φ. Εὐρ. Ὀρ. 954· ὄλωλα, φ. οὐκέτ’ ἐστί μοι Σοφ. Τραχ. 1144· ― ἁπλῶς, ἡμέρα, Εὐρ. Ἑκ. 32, Νόνν.· μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, Εὐρ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 27. 2) τὸ φῶς λαμπάδων ἢ πυρός, φ. λαμπάδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· πυρὸς αὐτόθι 1029, Χο. 1037. ἐντεῦθεν, φῶς, λαμπάς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 445, 455, Ξεν. Συμπ. 1. 9· πληθ. φέγγη, πυρά, Πλουτ. Κάμ. 25, κλπ. 3) τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, φ. ὀμμάτων Εὐρ. Ἑκ. 368, 1035· ὄσσων Θεόκρ. 24. 73· τυφλὸν φ., ὅ ἐστι τυφλότης, Εὐρ. Ἑκ. 1068. ΙΙ. φῶς, μεταφορ., εὐφροσύνη, χαρά, τέρψις, ὑπερηφανία, δόξα, Πινδ. Π. 8. 138, Ν. 3. 113., 4. 21· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 100. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 602, Ἀριστοφ. Πλ. 640· ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1319· πλοῦτος ἀνδρὶ φ. Πινδ. Ο. 2. 102· φ. ὀπώρας, ἐπὶ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 118. 2) οὕτω, φ. δικαιοσύνης, σωφροσύνης, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 250Β· τῆς ψυχῆς Πλούτ., κλπ. ― Πρβλ. φάος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους (φέγγος καὶ φάος εἶναι συγγενῆ, ὡς τὸ βένθος βάθος, πένθος πάθος· ἴδε ἐν λ. φάω.)
English (Slater)
φέγγος (-ος nom., acc.)
1 light a. lit., of daylight “ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (i. e. was born) (P. 4.111)
b met., brilliance, glory ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος (O. 2.56) ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (ἔπεστιν φέγγος codd., transp. Heyne) (P. 8.97) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν (N. 3.64) Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.13) δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ (N. 9.42) κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν (i. e. victory) (Pae. 2.68) δεν- δρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.
English (Strong)
probably akin to the base of φῶς (compare φθέγγομαι); brilliancy: light.
English (Thayer)
φέγγους, τό (akin to φαίνειν), from Aeschylus and Pindar down, light: of the moon, R G T Tr marginal reading (cf. ἀστραπή, SYNONYMS: αὐγή, φέγγος, φῶς: φῶς light — the general term, (of the light of a fire in φέγγος a more concrete and emphatic term (cf. αὐγή a still stronger term, suggesting the fiery nature of the light; used of shooting, heating, rays. A Greek spoke of ἡλίου, φῶς, φέγγος, αὐγή; or, φωτός φέγγος, αὐγή; or, φέγγους αὐγή; but these formulas are not reversible. Schmidt, chapter 33; cf. Trench, § xlvi.]
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.)
2. το διάχυτο ή αμυδρό φως της σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ.
β. «τὸ ἡμερινὸν φῶς... νυκτερινὰ φέγγη», Πλάτ.)
3. το φως τών ματιών, δηλαδή η όραση
νεοελλ.
η ένταση του φωτός φάρου, που μετρείται σε φωτιστικές μονάδες
αρχ.
1. το φως της ημέρας («φέγγος ἡλίου», Αισχύλ.)
2. το χρονικό διάστημα της ημέρας («τριταῖον ἤδη φέγγος αἰωρούμενος», Ευρ.)
3. η σελήνη, το φεγγάρι
4. τεχνητό φως, όπως το φως λαμπάδας ή πυρσού («φέγγος λαμπτήρων», Διον. Αλ.)
5. μτφ. α) τέρψη, χαρά, ευφροσύνη («λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών», Πίνδ.)
β) τιμή, δόξα, υπερηφάνεια («μουσῶν φέγγος Ὅμηρον», Αντίπ.)
γ) ακτινοβολία («φέγγος τῆς ἀρετῆς», Φίλ.)
6. στον πληθ. τὰ φέγγη
η φωτιά
7. φρ. α) «φέγγος ἰδεῖν [ή προσιδεῖν]» — το να δει κανείς το φως, το να έλθει στον κόσμο, το να γεννηθεί
β) «τὸ φέγγος τοῦ γάλακτος» — γαλαξίας (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέγγος θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα speng- «λάμπω, γυαλίζω» και να συνδεθεί με τα: λιθουαν. spingěti «λάμπω απαλά» και spingulỹs «σπινθήρας», αρχ. αγγλ. spincan «σπινθηροβολώ» (πρβλ. αγγλ. spunk «προσάναμμα»). Ωστόσο, αυτή η ετυμολόγηση προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, αφού παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο η απουσία αρκτικού σ- όσο και η ύπαρξη δασέος -φ στον ελλ. τ. Κατά μία άποψη, οι δυσχέρειες αυτές μπορούν να αρθούν αν η λ. φέγγος θεωρηθεί προϊόν συμφυρμού ενός αμάρτυρου σπέγγος (< IE speng-) και του συγγενούς οημασιολογικώς φάος / φως, ενώ, κατ' άλλη άποψη, αν ληφθεί ως αρχική μορφή της ΙΕ ρίζας η μορφή (s)peng-, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη τ. με και χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. ΙΕ ρίζα [s]kel- > σκέλος και κῶλον). Η λ. φέγγος, ενώ στην αρχή αποτελούσε ποιητ. κυρίως τ. με γενική σημ. «φως, λάμψη», στην ελληνιστική εποχή άρχισε να χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα και στον πεζό λόγο με πιο περιορισμένη σημ. για να δηλώσει ειδικά το φως της σελήνης (βλ. και λ. φεγγάρι).
ΠΑΡ. φεγγίτης·αρχ. φεγγώδης
μσν.- νεοελλ.
φεγγάρι(ον)
νεοελλ.
φεγγερός, φεγγίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φεγγοβόλος
αρχ.
φεγγοειδής, φεγγοκάτοχος, φεγγοτόκος
νεοελλ.
φεγγόβολος·(Β' συνθετικό) αειφεγγής, αστροφεγγής / αστεροφεγγής, αφεγγής, διαφεγγής·αρχ. αγλαοφεγγής, αργυροφεγγής, βροτοφεγγής, δυσφεγγής, επταφεγγής, εριφεγγής, ευφεγγής, ζαφεγγής, ηεροφεγγής, ηλιοφεγγής, ιδιοφεγγής, καλλιφεγγής, κλυτοφεγγής, λαμπροφεγγής, λιποφεγγής, μαρμαροφεγγής, μεγαλοφεγγής, μυροφεγγής, νεοφεγγής, νυκτεροφεγγής, ομοφεγγής, οξυφεγγής, παμφεγγής, περιφεγγής, πολυφεγγής, πυριφεγγής, σκοτοφεγγής, τηλεφεγγής, χρυσεοφεγγής / χρυσοφεγγής·νεοελλ. σεληνοφεγγης].
Greek Monotonic
φέγγος: -εος, τό,
1. φως, λάμψη, λαμπρότητα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Τραγ.· ιδίως όπως φάος, φῶς, το φως της ημέρας, σε Τραγ.· δεκάτῳ φέγγει ἔτους, στο φως του δέκατου έτους, δηλ. στο δέκατο έτος, σε Αισχύλ.· επίσης, το φως του φεγγαριού, σε Ξεν.
2. λέγεται για ανθρώπους, φέγγος ἰδεῖν, βλέπω το φως, έρχομαι στον κόσμο (γεννιέμαι), σε Πίνδ.· λιπεῖν φέγγος, σε Ευρ.
3. φως λαμπάδας ή φωτιάς, σε Αισχύλ.· φως, λαμπάδα, σε Αριστοφ.· πληθ. φέγγη, φωτιές, σε Πλούτ.
4. το φως των ματιών, σε Ευρ., Θεόκρ.· τυφλὸν φέγγος, δηλ. τυφλότητα, σε Ευρ.
5. φως, μεταφ. λέγεται για δόξα, υπερηφάνεια, χαρά, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
φέγγος, ος, εος, τό,
1. light, splendour, lustre, Hhymn., Pind., Trag.; esp. like φάος, φῶς, daylight, Trag.; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year's light, i. e. in the tenth year, Aesch.:—also moonlight, Xen.
2. of men, φ. ἰδεῖν to see the light, come into the world, Pind.; λιπεῖν φ. Eur.
3. the light of torches or fire, Aesch.:— a light, torch, Ar.; pl. φέγγη watchfires, Plut.
4. the light of the eyes, Eur., Theocr.; τυφλὸν φ., i. e. blindness, Eur.
5. light, as a metaph. for glory, pride, joy, Pind., Aesch., etc.
Frisk Etymology German
φέγγος: {phéggos}
Grammar: n.
Meaning: Licht, Schein, Glanz (vorw. poet. seit h. Cer. 278, auch att., hell. u. sp. Prosa).
Composita: Sehr oft als Hinterglied, z.B. χρυσοφεγγής mit goldenem Glanz, goldglänzend (A. Ag. 288); als Vorderglied in φεγγοβολέω Licht werfen (Man.).
Derivative: Davon φεγγίτης m. N. eines Steins = σεληνίτης (Plin. u.a.; ngr. = Lichtöffnung, Redard 62); βραχυφεγγίτης = βραχυφεγγής (λύχνος) ein spärliches Licht werfend (AP 6,251; metr. erweitert). Rückbildung φέγγω, auch m. περι-, vereinzelt κατα-, ἀνα-, nur Präs. u. Ipf. leuchten, scheinen, erleuchten (Ar. Ra. 344 [lyr.], A. R., spät), von φέγγος wie σθένω von σθένος u.a. (vgl. Schwyzer 723).
Etymology: Isoliert. Seit langem mit lit. spingiù (spìngu), spingė́ti schwach leuchten, flimmern und mit ags. spincan Funken sprühen, auch mit ahd. funko, nhd. Funke verbunden (Zupitza German. Gutt. 162, Prellwitz u. a.; s. WP. 2, 663 f., Pok. 989f., Fraenkel s.v., ältere Lit. auch bei Bq). — Alte Kreuzung von *σπέγγος und φάος ? Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 140.
Page 2,999
Chinese
原文音譯:fšggoj 分哥士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:光線
字義溯源:壯麗,亮光,光,光輝;或出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X=照耀*)。比較 (φθέγγομαι)=說出*
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 光(2) 太24:29; 可13:24
Mantoulidis Etymological
Συγγενικό μέ τό φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
light
Abkhaz: алашара; Adyghe: нэфын, нэфы, нэфнэ; Afar: ifu; Afrikaans: lig; Akkadian: 𒂟; Albanian: dritë; Amharic: ብርሃን; Arabic: نُور, ضَوْء; Egyptian Arabic: نور; Gulf Arabic: ليت; Hijazi Arabic: نور; Moroccan Arabic: ضو; South Levantine Arabic: ضوّ; Aragonese: luz; Archi: аккон; Argobba: ብርሃን; Armenian: լույս; Aromanian: lunjinã, fanã, fexi; Assamese: পোহৰ; Asturian: lluz; Atikamekw: waskorenitamakan; Avar: нур; Aymara: qhana; Azerbaijani: işıq; Bambara: kɛnɛ, yeelen; Bashkir: яҡты, яҡтылыҡ; Basque: argi; Belarusian: святло; Bengali: আলো, রৌশনী, নূর; Breton: gouloù, luc'h, sklêrijenn; Brunei Malay: cahaya; Bulgarian: светлина; Burmese: မီး, အလင်း; Buryat: гэрэл; Catalan: llum; Chechen: серло, дуьне; Cherokee: ᎠᏨᏍᏙᏗ; Chickasaw: shoppala'; Chinese Cantonese: 光; Dungan: гуонлён; Hakka: 光; Mandarin: 光, 光亮; Min Dong: 光; Min Nan: 光; Wu: 光; Chuukese: saram; Chuvash: ҫутӑ; Classical Syriac: ܢܘܗܪܐ; Coptic: ⲟⲩⲱⲓⲛⲓ; Cornish: golow; Corsican: lumu, lume; Crimean Tatar: yarıq; Czech: světlo; Dalmatian: loic; Danish: lys; Dongxiang: gieren; Dutch: licht; Eastern Mari: волгыдо; Elfdalian: liuos; Erzya: валдо; Esperanto: lumo; Estonian: valgus; Even: ҥэрин; Evenki: ңэри; Ewe: kekeli; Extremaduran: lus; Farefare: peelem 14; Faroese: ljós; Finnish: valo; French: lumière, clarté; Friulian: lûs; Galician: luz; Ge'ez: ብርሃን; Georgian: შუქი, სინათლე, ნათება; German: Licht; Alemannic German: Liecht; Pennsylvania German: Licht; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌸; Greek: φως; Ancient Greek: φῶς, φέγγος, φάος; Greenlandic: qaammaqqut, qaamaneq; Guaraní: tesape; Gujarati: પ્રકાશ; Haitian Creole: limyè; Hawaiian: lama, ao; Hebrew: אוֹרָה, אוֹר; Hindi: प्रकाश, रौशनी; Hungarian: fény, világosság; Hunsrik: licht; Icelandic: ljós; Ido: foto, lumo; Igbo: ihe, ife; Ilocano: silaw; Indonesian: cahaya; Ingush: сердал; Interlingua: lumine; Irish: solas; Istriot: loûme; Italian: luce; Japanese: 光, 明かり; Javanese: sunar; Kabardian: нэху; Kaingang: jẽngrẽ; Kannada: ಬೆಳಕು; Kapampangan: sulu; Karachay-Balkar: жарыкъ, джарыкъ; Karakalpak: jarıq; Kazakh: жарық, нұр, сәуле; Khakas: чарых; Khmer: ពន្លឺ; Korean: 빛, 광; Koyraboro Senni: gaay; Kumyk: ярыкъ; Kurdish Northern Kurdish: ronî, ronahî; Kyrgyz: жарык; Ladin: lum; Lak: ишигь, экв; Lao: ແສງ; Latgalian: gaisma, gaišums; Latin: lux, lumen; Latvian: gaisma, guns; Lezgi: экв; Ligurian: lüxe; Limburgish: leech; Lingala: mwinda; Lithuanian: šviesa; Lombard: lus, lüs; Low German: Licht; Luhya: obulafu; Luxembourgish: Liicht; Macedonian: светлина; Malagasy: zava; Malay: cahaya, nur; Malayalam: വെളിച്ചം, പ്രകാശം; Maltese: dawl; Manchu: ᡝᠯᡩᡝᠨ; Manx: sollys; Maori: rama; Mapudungun: anci; Maranao: siga, solo'; Marathi: प्रकाश; Mirandese: luç; Mizo: êng; Moksha: валда; Mongolian: гэрэл; Mymensinghiya: পসৰ/পসর; Nanai: нгэгден, пудэн; Navajo: adinídíín; Nepali: प्रकाश; Newar: जः; Ngazidja Comorian: nuru, mwendje; Nogai: ярык; Norman: leunmiéthe, lumyire, lümyir; Northern Sami: čuovga; Norwegian: lys; Nyunga: ben; Occitan: lutz, lum; Okinawan: ふぃかり, ふぃちゃい; Old Church Slavonic Cyrillic: свѣтъ; Glagolitic: ⱄⰲⱑⱅⱏ; Old English: lēoht; Old Irish: solus; Old Prussian: swāikstan; Old Saxon: lioht; Omaha-Ponca: ugóⁿba; Oriya: ଆଲୋକ; Oromo: ifaa; Ossetian: рухс; Ottoman Turkish: ایشق; Pali: obhāsa; Papiamentu: lus; Parthian: rwšn; Pashto: ضيا, روښنايي, روڼايي; Persian: نور, فروغ, شید, رخش, روشنایی; Polish: światło; Portuguese: luz; Pumpokol: hixem; Punjabi: ਪਰਕਾਸ਼; Quechua: k'ancha, acki, azki, k'anchay; Romagnol: luš, luș; Romani: dud; Romanian: lumină; Romansch: glisch, gleisch, glüsch, glüm; Russian: свет; Rusyn: світло; S'gaw Karen: ကပီၤ; Saho: ifo; Samogitian: švėisa; Sango: zigä; Sanskrit: प्रकाश, भाम; Santali: ᱢᱟᱨᱥᱟᱞ; Sardinian: lughe; Scots: licht; Scottish Gaelic: solas, soillse; Serbo-Croatian Cyrillic: светло, свјетло, свјетлост; Roman: svetlo, svjetlo, svjetlost; Shona: chiedza Shor: чарық; Sicilian: luci; Sinhalese: ආලෝකය; Slovak: svetlo; Slovene: svetlôba; Sorbian Lower Sorbian: swětło; Sotho: lesedi; Southern Altai: јарык; Spanish: luz; Sumerian: nuru, immaru; Sundanese: ᮎᮠᮚ; Swahili: mwanga, nuru; Swedish: ljus; Sylheti: ꠙꠅꠞ; Tabasaran: акв, нур; Tagalog: ilaw; Tajik: нӯр, фуруғ; Tamil: ஒளி; Tatar: якты, яктылык; Telugu: కాంతి, వెలుతురు, విద్యుత్ అయస్కాంత క్షేత్రము; Tetum: naroman; Thai: แสง; Tibetan: འོད; Tocharian B: lyūke, lalaukar; Tok Pisin: lait; Tourangeau: luminouére; Tsonga: lesedi; Turkish: ışık; Turkmen: yşyk, ýagtylyk; Tuvan: чырык; Tuyuca: bóere; Ukrainian: світло; Urdu: روشنی, پرکاش, نور; Uyghur: يورۇقلۇق, نۇر; Uzbek: yorugʻlik, nur, yogʻdu; Venetian: łuxe; Vietnamese: ánh sáng, ánh; Vilamovian: łicht; Volapük: lit; Walloon: loumire; Waray-Waray: lamrag, suga; Welsh: golau, goleuni; West Frisian: ljocht; Xhosa: isibane; Yiddish: ליכט, אור; Yine: katalu; Yoruba: ìmọ́lẹ̀; Yucatec Maya: sáasil; Yámana: šola; Zazaki: zerq; Zulu: ukukhanya, isibane; ǃXóõ: ǁga̰e