αὐτάγγελος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάγγελος:''' ὁ, αυτός που μεταφέρει ο [[ίδιος]] ένα [[μήνυμα]], αυτός που δίνει πληροφορίες για ό,τι έχει δει ο [[ίδιος]], σε Σοφ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>λόγωναὐτάγγελος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''αὐτάγγελος:''' ὁ, αυτός που μεταφέρει ο [[ίδιος]] ένα [[μήνυμα]], αυτός που δίνει πληροφορίες για ό,τι έχει δει ο [[ίδιος]], σε Σοφ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>λόγωναὐτάγγελος</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτάγγελος:''' ὁ лично приносящий весть, сообщающий о лично виденном (Soph., Thuc.; τινος Soph., Plut.).
}}
}}