ἐπιστολικός: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστολικός]], -ή, -όν) [[επιστολή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστολή]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[επιστολή]], [[χρήσιμος]] για [[αλληλογραφία]] («[[επιστολικός]] [[χάρτης]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε [[επιστολή]] («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς [[χαρακτήρ]]»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστολικός]], -ή, -όν) [[επιστολή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστολή]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[επιστολή]], [[χρήσιμος]] για [[αλληλογραφία]] («[[επιστολικός]] [[χάρτης]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε [[επιστολή]] («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς [[χαρακτήρ]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστολικός:''' составленный в форме писем, написанный в эпистолярном стиле (ἀποδείξεις Arst.; βιβλία Diog. L.).
}}
}}