ἐπιστολικός
English (LSJ)
ἐπιστολική, ἐπιστολικόν, suited to a letter, Arist.Fr.670; epistolary, in the style of letters, λόγοι D.H.Lys.1.3; as book-title, Gal.8.150, D.L.10.25, prob. cj. in Sor.2.53; χαρακτήρ Demetr.Eloc.223, Ap.Ty.Ep.19. Adv. ἐπιστολικῶς = in an epistolary style Demetr.Eloc.233.
German (Pape)
[Seite 985] ή, όν, zum Briefe gehörig, brieflich, λόγοι D. Hal. iud. de Lys. 1. 3, öfter bei Rhett.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστολικός: составленный в форме писем, написанный в эпистолярном стиле (ἀποδείξεις Arst.; βιβλία Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολικός: -ή, -όν, κατάλληλος δι’ ἐπιστολήν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 620 ἔχων ὕφος ἐπιστολῆς, λόγοι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 1. 3· βιβλία Διογ. Λ. 10. 25· χαρακτὴρ Δημ. Φαληρ. 223.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστολικός, -ή, -όν) επιστολή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή
2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης»)
3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς χαρακτήρ»).