ἀπαρρησίαστος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαρρησίαστος:''' -ον ([[παρρησιάζομαι]]), αυτός που δεν έχει [[ελευθερία]] λόγου, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπαρρησίαστος:''' -ον ([[παρρησιάζομαι]]), αυτός που δεν έχει [[ελευθερία]] λόγου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαρρησίαστος:''' <b class="num">1)</b> не пользующийся свободой слова ([[πολιτεία]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> не говорящий прямо, не откровенный (ἐν τῷ νήφειν Plut.; [[ἄνθρωπος]] Luc.).
}}
}}