Anonymous

ἀπαρρησίαστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαρρησίαστος]], -ον (Α) [[παρρησιάζομαι]]<br />αυτός που έχει στερηθεί την [[ελευθερία]] της έκφρασης και του λόγου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μιλάει ελεύθερα.
|mltxt=[[ἀπαρρησίαστος]], -ον (Α) [[παρρησιάζομαι]]<br />αυτός που έχει στερηθεί την [[ελευθερία]] της έκφρασης και του λόγου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μιλάει ελεύθερα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαρρησίαστος:''' -ον ([[παρρησιάζομαι]]), αυτός που δεν έχει [[ελευθερία]] λόγου, σε Λουκ.
}}
}}