στενακτέον: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στενακτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
|lsmtext='''στενακτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στενακτέον:''' adj. verb. к [[στενάζω]].
}}
}}