Anonymous

στενακτέον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενακτέον''': πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.
|lstext='''στενακτέον''': πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στενακτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
}}
}}