κόσμιος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόσμιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[κόσμος]]),<br /><b class="num">1.</b> ο [[καλά]] τακτοποιημένος, [[κανονικός]], [[εύρυθμος]], [[μετριοπαθής]], [[δαπάνη]], σε Πλάτ.· <i>κόσμιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι [[συνήθης]] πρακτική, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[τακτικός]], [[φρόνιμος]], [[ήσυχος]], [[διακριτικός]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ κ</i>., decorium, [[κοσμιότητα]], [[ευπρέπεια]], σε Σοφ.· επίρρ. [[κοσμίως]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[κοσμίως]] ἔχειν, είναι αρμόζον, [[πρέπον]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κόσμιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[κόσμος]]),<br /><b class="num">1.</b> ο [[καλά]] τακτοποιημένος, [[κανονικός]], [[εύρυθμος]], [[μετριοπαθής]], [[δαπάνη]], σε Πλάτ.· <i>κόσμιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι [[συνήθης]] πρακτική, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[τακτικός]], [[φρόνιμος]], [[ήσυχος]], [[διακριτικός]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ κ</i>., decorium, [[κοσμιότητα]], [[ευπρέπεια]], σε Σοφ.· επίρρ. [[κοσμίως]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[κοσμίως]] ἔχειν, είναι αρμόζον, [[πρέπον]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόσμιος:''' <b class="num">II</b> ὁ Plut. = [[κοσμοπολίτης]].<br />и<br /><b class="num">1)</b> скромный, умеренный ([[δαπάνη]], [[οἴκησις]] Plat.): κ. ἐν διαίτῃ Plat. скромного образа жизни;<br /><b class="num">2)</b> скромный, благопристойный (κ. καὶ [[σώφρων]] Luc.; κ. πρός τινα Plat.; [[μειράκιον]] Plut.; [[καταστολή]] NT).
}}
}}