3,277,719
edits
(21) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[κοσμία]] (ΑM [[κόσμιος]], -ία, -ον, Α και [[κόσμιος]], -ον) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> ο καλά διατεταγμένος, ο [[κανονικός]] (α. «κόσμια [[εμφάνιση]]» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευπρεπής]], [[σεμνός]], [[φρόνιμος]] (α. «[[κόσμιος]] [[άνθρωπος]]» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον [[εἶναι]]... σώφρονα, [[κόσμιον]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]] του κόσμου, [[παγκόσμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμία]] [[διαγωγή]]», «κοσμιωτάτη [[διαγωγή]]» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κόσμιον]]<br />[[κόσμημα]], [[στολίδι]] («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλός]], [[τίμιος]]<br /><b>2.</b> [[άψογος]] («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ασθενή) [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κόσμιος]]<br />αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου όλου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], [[τιμιότητα]] («πρὸς τὸ [[κόσμιον]] καὶ σῶφρον μᾱλλον ἁποκλῑνον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το [[σήμα]] αξιώματος («τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημον ἐπεφοίτα», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοσμίως</i> και -<i>ια</i> (ΑM κοσμίως)<br />με [[κοσμιότητα]], ευπρεπώς. | |mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[κοσμία]] (ΑM [[κόσμιος]], -ία, -ον, Α και [[κόσμιος]], -ον) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> ο καλά διατεταγμένος, ο [[κανονικός]] (α. «κόσμια [[εμφάνιση]]» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευπρεπής]], [[σεμνός]], [[φρόνιμος]] (α. «[[κόσμιος]] [[άνθρωπος]]» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον [[εἶναι]]... σώφρονα, [[κόσμιον]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]] του κόσμου, [[παγκόσμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμία]] [[διαγωγή]]», «κοσμιωτάτη [[διαγωγή]]» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κόσμιον]]<br />[[κόσμημα]], [[στολίδι]] («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλός]], [[τίμιος]]<br /><b>2.</b> [[άψογος]] («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ασθενή) [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κόσμιος]]<br />αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου όλου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], [[τιμιότητα]] («πρὸς τὸ [[κόσμιον]] καὶ σῶφρον μᾱλλον ἁποκλῑνον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το [[σήμα]] αξιώματος («τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημον ἐπεφοίτα», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοσμίως</i> και -<i>ια</i> (ΑM κοσμίως)<br />με [[κοσμιότητα]], ευπρεπώς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόσμιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[κόσμος]]),<br /><b class="num">1.</b> ο [[καλά]] τακτοποιημένος, [[κανονικός]], [[εύρυθμος]], [[μετριοπαθής]], [[δαπάνη]], σε Πλάτ.· <i>κόσμιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι [[συνήθης]] πρακτική, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[τακτικός]], [[φρόνιμος]], [[ήσυχος]], [[διακριτικός]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ κ</i>., decorium, [[κοσμιότητα]], [[ευπρέπεια]], σε Σοφ.· επίρρ. [[κοσμίως]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[κοσμίως]] ἔχειν, είναι αρμόζον, [[πρέπον]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |