προσοικοδομέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]], [[οικοδομώ]] [[επιπλέον]], [[προσοικοδομέω]] ([[τεῖχος]]), [[χτίζω]] [[άλλο]] [[τείχος]], σε Θουκ.· <i>τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ</i> (<i>βωμῷ</i>) προσοικοδομήσας [[μεῖζον]] [[μῆκος]], έχω χτίσει πρόσθετο [[μήκος]] στον βωμό της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το [[μήκος]] του, στον ίδ.
|lsmtext='''προσοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]], [[οικοδομώ]] [[επιπλέον]], [[προσοικοδομέω]] ([[τεῖχος]]), [[χτίζω]] [[άλλο]] [[τείχος]], σε Θουκ.· <i>τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ</i> (<i>βωμῷ</i>) προσοικοδομήσας [[μεῖζον]] [[μῆκος]], έχω χτίσει πρόσθετο [[μήκος]] στον βωμό της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το [[μήκος]] του, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοικοδομέω:''' <b class="num">1)</b> строить рядом, пристраивать ([[τεῖχος]] Thuc.): τῷ βωμῷ [[μεῖζον]] [[μῆκος]] π. Thuc. удлинять алтарь;<br /><b class="num">2)</b> присоединять ([[πάθη]] τῇ λύπῃ Plut.): τὸ προσῳκοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arst. элемент мышечной ткани.
}}
}}