προσοικοδομέω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικοδομέω Medium diacritics: προσοικοδομέω Low diacritics: προσοικοδομέω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: prosoikodoméō Transliteration B: prosoikodomeō Transliteration C: prosoikodomeo Beta Code: prosoikodome/w

English (LSJ)

A build besides, π. [τεῖχος] build another wall, v.l. for ἐσοικοδομέω in Th.2.76; οἰκίαν PCair.Zen.642.3 (iii B.C.); τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας.. μεῖζον μῆκος having built an additional length to the altar in the agora, i.e. having added to its length, Th.6.54:—Pass., D.H.1.79; φρούρια π. τῷ τείχει J.BJ 5.12.2.
2 metaph., ἄλλο τε εἶδος.. προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν they also framed, Pl.Ti.69c; τὸ κακῶς -οικοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arist.Pr.866b17, cf. Thphr. Sud.30; πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ π. Plu.2.168a.

German (Pape)

[Seite 774] dazu, dabei anbauen; Plat. Tim. 69 c; Thuc. 2, 76. 6, 54; auch übertr., πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ, Plut. de superst. 7.

French (Bailly abrégé)

προσοικοδομῶ :
1 construire auprès : τί τινι élever une construction près d'une autre;
2 construire en outre, fig. ajouter : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, οἰκοδομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-οικοδομέω erbij bouwen; overdr.. ἄλλο τε εἶδος... προσῳκοδόμουν zij bouwden een andere gestalte eraan vast Plat. Tim. 69c.

Russian (Dvoretsky)

προσοικοδομέω:
1 строить рядом, пристраивать (τεῖχος Thuc.): τῷ βωμῷ μεῖζον μῆκος π. Thuc. удлинять алтарь;
2 присоединять (πάθη τῇ λύπῃ Plut.): τὸ προσῳκοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arst. элемент мышечной ткани.

Greek Monotonic

προσοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω, οικοδομώ επιπλέον, προσοικοδομέω (τεῖχος), χτίζω άλλο τείχος, σε Θουκ.· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ (βωμῷ) προσοικοδομήσας μεῖζον μῆκος, έχω χτίσει πρόσθετο μήκος στον βωμό της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το μήκος του, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικοδομέω: οἰκοδομῶ, κτίζω προσέτι, πρ. (τεῖχος), κτίζω ἕτερον τεῖχος, Θουκ. 2. 76· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας… μεῖζον μῆκος, οἰκοδομήσας πρόσθετον μῆκος εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγορᾶς, δηλ. αὐξήσας τὸ μῆκος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 6. 54, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 79· μεταφορ., ἄλλο τε εἶδος... προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, ἐσχημάτιζον, ἔπλαττον ὡσαύτως, Πλάτ. Τίμ. 69C, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 2· πρ. πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ Πλούτ. 2. 168Α.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build besides, πρ. τεῖχος to build another wall, Thuc.; τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας μεῖζον μῆκος having built an additional length to the altar in the agora, i. e. having added to its length, Thuc.

Lexicon Thucydideum

adstruere, to build to, erect besides, 2.76.3, 6.54.7.