μαινόλις: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαινόλις:''' θηλ. του [[μαινόλης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μαινόλις:''' θηλ. του [[μαινόλης]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαινόλις:''' ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая ([[διάνοια]] Aesch.; [[ἀσέβεια]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).