δεξιός: Difference between revisions

1,469 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεξιός:''' -ά, -όν ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> στο δεξί [[χέρι]] ή στη [[δεξιά]] [[πλευρά]], Λατ. [[dexter]], αντίθ. προς το [[ἀριστερός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὸ δ</i>. (ενν. [[κέρας]]), το δεξί [[μέρος]] του στρατού, σε Ξεν.· επίρρ. χρήσεις, ἐπὶ [[δεξιά]], στα [[δεξιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ [[δεξιόφιν]] (Επικ. γεν.), προς τα [[δεξιά]], στο ίδ.· πρὸς [[δεξιά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευτυχής]], [[αίσιος]], [[ευοίωνος]], αυτός που προμηνύει [[καλά]], λέγεται για το [[πέταγμα]] των πουλιών, δεξιὸς [[ὄρνις]] = [[αἴσιος]], σε Όμηρ. Αυτή η [[σημασία]] προήλθε από τους Έλληνες οιωνοσκόπους που κοιτούσαν στο Βορρά, με [[αποτέλεσμα]] οι αίσιοι οιωνοί που έρχονταν από την Ανατολή, να βρίσκονται στα [[δεξιά]], ενώ οι δυσοίωνοι από τη Δύση, να βρίσκονται στα αριστερά.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], αντίθ. προς το [[σκαιός]] ([[απαίσιος]], [[ολέθριος]], [[απρόθυμος]], Γαλλικά gauche)· λέγεται και για το [[μυαλό]], τη [[νόηση]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]], [[ευφυής]], [[πανούργος]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., [[δεξιῶς]]· υπερθ., <i>δεξιώτατα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δεξιός:''' -ά, -όν ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> στο δεξί [[χέρι]] ή στη [[δεξιά]] [[πλευρά]], Λατ. [[dexter]], αντίθ. προς το [[ἀριστερός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὸ δ</i>. (ενν. [[κέρας]]), το δεξί [[μέρος]] του στρατού, σε Ξεν.· επίρρ. χρήσεις, ἐπὶ [[δεξιά]], στα [[δεξιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ [[δεξιόφιν]] (Επικ. γεν.), προς τα [[δεξιά]], στο ίδ.· πρὸς [[δεξιά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευτυχής]], [[αίσιος]], [[ευοίωνος]], αυτός που προμηνύει [[καλά]], λέγεται για το [[πέταγμα]] των πουλιών, δεξιὸς [[ὄρνις]] = [[αἴσιος]], σε Όμηρ. Αυτή η [[σημασία]] προήλθε από τους Έλληνες οιωνοσκόπους που κοιτούσαν στο Βορρά, με [[αποτέλεσμα]] οι αίσιοι οιωνοί που έρχονταν από την Ανατολή, να βρίσκονται στα [[δεξιά]], ενώ οι δυσοίωνοι από τη Δύση, να βρίσκονται στα αριστερά.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], αντίθ. προς το [[σκαιός]] ([[απαίσιος]], [[ολέθριος]], [[απρόθυμος]], Γαλλικά gauche)· λέγεται και για το [[μυαλό]], τη [[νόηση]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]], [[ευφυής]], [[πανούργος]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., [[δεξιῶς]]· υπερθ., <i>δεξιώτατα</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεξιός:''' <b class="num">1)</b> правый, правосторонний ([[ὦμος]] Hom.; [[χείρ]] Eur.; [[κέρας]] Thuc., Xen.); см. тж. [[δεξιά]] и [[δεξιόν]];<br /><b class="num">2)</b> являющийся с правой стороны, т. е. (по старинной примете) благоприятный, благосклонный (τὸ δεξιὸν ἀγαθὸν ἐκάλουν οἱ Πυθαγόρειοι Arst.), предвещающий успех, сулящий счастье ([[ὄρνις]] Hom.; οἰωνοί Aesch.; [[ἀετός]], [[βροντή]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> находящийся в правой руке, (об оружии) наступательный (τὰ [[ὅπλα]] τὰ δεξιὰ καὶ τὰ [[ἀριστερά]] NT);<br /><b class="num">4)</b> умный, дельный, ловкий; отличный, искусный (νόῳ Pind.; [[ἔθνος]] Her.; [[ἄνδρες]] Thuc., Plut.; [[ποιητής]] Arph.): λέγειν τι [[δεξιόν]] Arph. сказать нечто остроумное; οἱ δεξιοὶ περὶ τὰς δίκας Plat. искусные законоведы;<br /><b class="num">5)</b> услужливый, благожелательный: δεξιὸν [[γενέσθαι]] τινὶ πρὸς [[ἀργύριον]] Luc. деятельно помогать кому-л. деньгами.
}}
}}