Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεξιός: Difference between revisions

From LSJ
1,829 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό και [[δεξύς]], -ιά, -ύ (ή [[δεξής]], -ιά, -ί) και [[δεξός]], -ά, -ό (AM [[δεξιός]], -ά, -όν)<br />Ι. 1. (για τα [[μέλη]] του σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό [[μέρος]] όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη [[γραμμή]] από το αριστερό [[μέρος]] (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί της καρδιάς)<br /><b>2.</b> (για δύο πρόσωπα, ομάδες, αντικείμενα, τόπους κ.λπ. που βρίσκονται αντιμέτωπα ή χωρίζονται με [[φυσική]] ή νοητή [[γραμμή]]) αυτός που βρίσκεται [[προς]] τα [[δεξιά]] του θεατή («ο [[δεξιός]] [[ψάλτης]], η [[δεξιά]] [[διμοιρία]], το δεξί [[παράθυρο]], η [[δεξιά]] όχθη»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «η [[δεξιά]] [[πτέρυγα]]», ή δεξιὰ [[πτέρυξ]]», «τὸ δεξιὸν [[κέρας]]» — εκείνο το [[τμήμα]] στρατού [[προς]] τα [[δεξιά]] του παρατηρητή<br /><b>4.</b> [[αίσιος]], [[ευνοϊκός]], [[ευοίωνος]] (α. «όλα του ήρθαν [[δεξιά]]» β. «δεξιῷ φερόμενος πνεύματι» — με ευνοϊκό άνεμο<br />γ. «... δεξιὸν ἧκεν ἐρωδιόν...»)<br /><b>5.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η [[δεξιά]]<br />το δεξί [[χέρι]] («[[ασπάζομαι]] την δεξιάν σας», «δεξιῆ ἠσπάζοντο»)<br /><b>7.</b> (το ουδ. πληθ. με προθέσεις) φανερώνει [[μέρος]] ή [[κατεύθυνση]] [[προς]] το δεξί [[χέρι]] (α. «κλίνατ' ἐπὶ [[δεξιά]]» β. «πρὸς τὰ δεξιὰ μέρη στραφεὶς τῆς θύρας» γ. «ὁ χρυσέος ἐκέετο ἐπὶ δεξιὰ ἐσιόντι ἐς τὸν νηόν» — βρισκόταν [[προς]] τα [[δεξιά]] [[αυτού]] που έμπαινε<br />δ. «δεξιὰ τῷ εἰσερχομένῷ»<br />«ἐπὶ [[δεξιόφιν]]» — [[προς]] τα [[δεξιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος χαρακτηρίζεται από συντηρητικές πολιτικές ιδέες και δέχεται με [[επιφυλακτικότητα]] ριζικές πολιτικές ή πολιτειακές αλλαγές («[[δεξιός]] [[προσανατολισμός]] της πολιτικής», «[[δεξιά]] [[παράταξη]]», «δεξιό [[πρόγραμμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στη [[δεξιά]], στη συντηρητική [[πτέρυγα]] της βουλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεξιός]]<br />[[οπαδός]], [[μέλος]] ή [[ψηφοφόρος]] δεξιού, συντηρητικού [[κόμματος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δεξιά]]<br />η συντηρητική [[παράταξη]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεξί</i><br />το δεξί [[χέρι]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[είμαι]] το δεξί του [[χέρι]]» — [[είμαι]] εντελώς [[απαραίτητος]] [[συνεργάτης]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ευγενής]], φιλόφρονας<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>φρ.</b> α) «δεξιὰν διδόναι, προτείνειν, ἐμβάλλειν» — χαιρετῶ<br />β) «δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες» — [[αφού]] επιβεβαίωσαν με [[χειραψία]] τη [[συμφωνία]] τους<br />γ) «δεξιὰς φέροντες παρὰ βασιλέως» — φέροντας τη [[διαβεβαίωση]] του βασιλιά ότι...<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ δεξιόν</i><br />η [[δεξιά]] [[πτέρυγα]] του στρατιωτικού σώματος, το δεξιόν [[κέρας]]<br />β) <b>φρ.</b> «δεξιὸν ποιεῑν» — το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] έξυπνο<br /><b>επίρρ.</b> [[δεξιά]] (AM δεξιῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] τα [[δεξιά]] («στρίψε [[δεξιά]]»)<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο ευνοϊκό, βολικά («όλα νά 'ρθουν [[δεξιά]]»)<br /><b>3.</b> [[προς]] [[δεξιά]], συντηρητική [[πολιτική]] [[κατεύθυνση]] («στράφηκε [[δεξιά]]») || <b>αρχ.-μσν.</b> με [[επιδεξιότητα]], επιτήδεια, έξυπνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αίσια, με ευχάριστο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> ευγενικά, με [[φιλοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεξιFός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>Dexsiva dea</i>), [[πράγμα]] που πιστοποιείται από το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>dekisiwo</i> = <i>ΔεξιFός</i>. Στη Γερμανική και την Κελτική απαντούν τύποι με [[επίθημα]] -<i>wo</i>- [[χωρίς]] -<i>i</i>-αρχ. ιρλ. <i>dess</i>, γοτθ. <i>taihswa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>zeso</i>, <i>zesawer</i>, που ανάγονται σε ΙΕ <i>deks</i>-<i>wo</i>-, ενώ στην Ινδοϊρανική και Βαλτοσλαβική οι αντίστοιχοι τύποι παρουσιάζουν [[επίθημα]] σε -<i>n</i>-: αρχ. ινδ. <i>daksina</i>-, λιθ. <i>d</i><i>ē</i><i>šinas</i> κ.ά. Η [[σχέση]] με το [[δέχομαι]] [[είναι]] πιθανή, [[αλλά]] παραμένει αναπόδεικτη. Ο νεοελλ. τ. [[δεξύς]] σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[βαρύς]], [[πλατύς]], [[φαρδύς]] κ.ά. (Η [[γραφή]] [[δεξής]] προϋποθέτει σχηματισμό [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ής</i>, [[πράγμα]] που δεν μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί). Ο τ. [[δεξός]] <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]], με σίγηση του ημιφωνικά προφερθέντος -<i>ι</i>-. Η λ. [[δεξιός]] (και [[μάλιστα]] [[δεξιά]] για την Ελληνική) όπως εξάλλου και [[αριστερός]] [[καθώς]] και οι συνώνυμες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για το δεξί [[χέρι]]. Επειδή όμως το δεξί [[χέρι]] [[είναι]] [[συνήθως]] το πιο ικανό και επιτήδειο, η λ. [[δεξιός]] στην Ελληνική κατέληξε, συνεκδοχικά, να δηλώνει τον επιδέξιο ή ικανό σε [[κάτι]]. Το [[δεξιός]], εξάλλου, από τους ομηρικούς ήδη χρόνους σήμαινε «[[αίσιος]], [[ευοίωνος]]», [[πράγμα]] που προήλθε από την [[οιωνοσκοπία]], στην οποία θεωρούνταν [[ευνοϊκός]] [[οιωνός]] το [[πέταγμα]] τών πουλιών [[προς]] τα [[δεξιά]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αριστερός]]). Τέλος, ως [[πολιτικός]] όρος η λ. δηλώνει τον οπαδό της δεξιάς παρατάξεως, η οποία έλαβε αυτήν την [[ονομασία]] το 1791 από τις πρώτες συνελεύσεις [[μετά]] τη Γαλλική Επανάσταση, στις οποίες οι οπαδοί του βασιλικού καθεστώτος κατέλαβαν την [[δεξιά]] [[πτέρυγα]] της συνελεύσεως και οι αντίθετοι την αριστερή. Από [[τότε]] η [[συνήθεια]] αυτή επικράτησε [[σχεδόν]] σε [[κάθε]] Βουλή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεξιότητα]] (AM -<i>της</i>), [[δεξιούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξιόφιν]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεξιάζω]], [[δεξιόθεν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεξιάθε]], [[δεξιοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δεξιοστάτης]], [[δεξιότοιχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξιόγυιος]], [[δεξιοκοιτώ]], [[δεξιόπηρος]], [[δεξιοφανής]], [[δεξιόχειρος]], [[δεξιώνυμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεξιολάβος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεξιοκάθεδρος]], [[δεξιοκοπώ]], [[δεξιολαβής]], <i>δεξιόστροφο</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεξιόκωπος]], [[δεξιόπλοκος]], [[δεξιόποδες]], [[δεξιόσειρος]], [[δεξιόστροφος]], [[δεξιοτέχνης]], [[δεξιόχειρ]]]·
|mltxt=-ά, -ό και [[δεξύς]], -ιά, -ύ (ή [[δεξής]], -ιά, -ί) και [[δεξός]], -ά, -ό (AM [[δεξιός]], -ά, -όν)<br />Ι. 1. (για τα [[μέλη]] του σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό [[μέρος]] όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη [[γραμμή]] από το αριστερό [[μέρος]] (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί της καρδιάς)<br /><b>2.</b> (για δύο πρόσωπα, ομάδες, αντικείμενα, τόπους κ.λπ. που βρίσκονται αντιμέτωπα ή χωρίζονται με [[φυσική]] ή νοητή [[γραμμή]]) αυτός που βρίσκεται [[προς]] τα [[δεξιά]] του θεατή («ο [[δεξιός]] [[ψάλτης]], η [[δεξιά]] [[διμοιρία]], το δεξί [[παράθυρο]], η [[δεξιά]] όχθη»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «η [[δεξιά]] [[πτέρυγα]]», ή δεξιὰ [[πτέρυξ]]», «τὸ δεξιὸν [[κέρας]]» — εκείνο το [[τμήμα]] στρατού [[προς]] τα [[δεξιά]] του παρατηρητή<br /><b>4.</b> [[αίσιος]], [[ευνοϊκός]], [[ευοίωνος]] (α. «όλα του ήρθαν [[δεξιά]]» β. «δεξιῷ φερόμενος πνεύματι» — με ευνοϊκό άνεμο<br />γ. «... δεξιὸν ἧκεν ἐρωδιόν...»)<br /><b>5.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η [[δεξιά]]<br />το δεξί [[χέρι]] («[[ασπάζομαι]] την δεξιάν σας», «δεξιῆ ἠσπάζοντο»)<br /><b>7.</b> (το ουδ. πληθ. με προθέσεις) φανερώνει [[μέρος]] ή [[κατεύθυνση]] [[προς]] το δεξί [[χέρι]] (α. «κλίνατ' ἐπὶ [[δεξιά]]» β. «πρὸς τὰ δεξιὰ μέρη στραφεὶς τῆς θύρας» γ. «ὁ χρυσέος ἐκέετο ἐπὶ δεξιὰ ἐσιόντι ἐς τὸν νηόν» — βρισκόταν [[προς]] τα [[δεξιά]] [[αυτού]] που έμπαινε<br />δ. «δεξιὰ τῷ εἰσερχομένῷ»<br />«ἐπὶ [[δεξιόφιν]]» — [[προς]] τα [[δεξιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος χαρακτηρίζεται από συντηρητικές πολιτικές ιδέες και δέχεται με [[επιφυλακτικότητα]] ριζικές πολιτικές ή πολιτειακές αλλαγές («[[δεξιός]] [[προσανατολισμός]] της πολιτικής», «[[δεξιά]] [[παράταξη]]», «δεξιό [[πρόγραμμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στη [[δεξιά]], στη συντηρητική [[πτέρυγα]] της βουλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεξιός]]<br />[[οπαδός]], [[μέλος]] ή [[ψηφοφόρος]] δεξιού, συντηρητικού [[κόμματος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δεξιά]]<br />η συντηρητική [[παράταξη]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεξί</i><br />το δεξί [[χέρι]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[είμαι]] το δεξί του [[χέρι]]» — [[είμαι]] εντελώς [[απαραίτητος]] [[συνεργάτης]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ευγενής]], φιλόφρονας<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>φρ.</b> α) «δεξιὰν διδόναι, προτείνειν, ἐμβάλλειν» — χαιρετῶ<br />β) «δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες» — [[αφού]] επιβεβαίωσαν με [[χειραψία]] τη [[συμφωνία]] τους<br />γ) «δεξιὰς φέροντες παρὰ βασιλέως» — φέροντας τη [[διαβεβαίωση]] του βασιλιά ότι...<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ δεξιόν</i><br />η [[δεξιά]] [[πτέρυγα]] του στρατιωτικού σώματος, το δεξιόν [[κέρας]]<br />β) <b>φρ.</b> «δεξιὸν ποιεῑν» — το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] έξυπνο<br /><b>επίρρ.</b> [[δεξιά]] (AM δεξιῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] τα [[δεξιά]] («στρίψε [[δεξιά]]»)<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο ευνοϊκό, βολικά («όλα νά 'ρθουν [[δεξιά]]»)<br /><b>3.</b> [[προς]] [[δεξιά]], συντηρητική [[πολιτική]] [[κατεύθυνση]] («στράφηκε [[δεξιά]]») || <b>αρχ.-μσν.</b> με [[επιδεξιότητα]], επιτήδεια, έξυπνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αίσια, με ευχάριστο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> ευγενικά, με [[φιλοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεξιFός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>Dexsiva dea</i>), [[πράγμα]] που πιστοποιείται από το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>dekisiwo</i> = <i>ΔεξιFός</i>. Στη Γερμανική και την Κελτική απαντούν τύποι με [[επίθημα]] -<i>wo</i>- [[χωρίς]] -<i>i</i>-αρχ. ιρλ. <i>dess</i>, γοτθ. <i>taihswa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>zeso</i>, <i>zesawer</i>, που ανάγονται σε ΙΕ <i>deks</i>-<i>wo</i>-, ενώ στην Ινδοϊρανική και Βαλτοσλαβική οι αντίστοιχοι τύποι παρουσιάζουν [[επίθημα]] σε -<i>n</i>-: αρχ. ινδ. <i>daksina</i>-, λιθ. <i>d</i><i>ē</i><i>šinas</i> κ.ά. Η [[σχέση]] με το [[δέχομαι]] [[είναι]] πιθανή, [[αλλά]] παραμένει αναπόδεικτη. Ο νεοελλ. τ. [[δεξύς]] σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[βαρύς]], [[πλατύς]], [[φαρδύς]] κ.ά. (Η [[γραφή]] [[δεξής]] προϋποθέτει σχηματισμό [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ής</i>, [[πράγμα]] που δεν μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί). Ο τ. [[δεξός]] <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]], με σίγηση του ημιφωνικά προφερθέντος -<i>ι</i>-. Η λ. [[δεξιός]] (και [[μάλιστα]] [[δεξιά]] για την Ελληνική) όπως εξάλλου και [[αριστερός]] [[καθώς]] και οι συνώνυμες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για το δεξί [[χέρι]]. Επειδή όμως το δεξί [[χέρι]] [[είναι]] [[συνήθως]] το πιο ικανό και επιτήδειο, η λ. [[δεξιός]] στην Ελληνική κατέληξε, συνεκδοχικά, να δηλώνει τον επιδέξιο ή ικανό σε [[κάτι]]. Το [[δεξιός]], εξάλλου, από τους ομηρικούς ήδη χρόνους σήμαινε «[[αίσιος]], [[ευοίωνος]]», [[πράγμα]] που προήλθε από την [[οιωνοσκοπία]], στην οποία θεωρούνταν [[ευνοϊκός]] [[οιωνός]] το [[πέταγμα]] τών πουλιών [[προς]] τα [[δεξιά]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αριστερός]]). Τέλος, ως [[πολιτικός]] όρος η λ. δηλώνει τον οπαδό της δεξιάς παρατάξεως, η οποία έλαβε αυτήν την [[ονομασία]] το 1791 από τις πρώτες συνελεύσεις [[μετά]] τη Γαλλική Επανάσταση, στις οποίες οι οπαδοί του βασιλικού καθεστώτος κατέλαβαν την [[δεξιά]] [[πτέρυγα]] της συνελεύσεως και οι αντίθετοι την αριστερή. Από [[τότε]] η [[συνήθεια]] αυτή επικράτησε [[σχεδόν]] σε [[κάθε]] Βουλή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεξιότητα]] (AM -<i>της</i>), [[δεξιούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξιόφιν]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεξιάζω]], [[δεξιόθεν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεξιάθε]], [[δεξιοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δεξιοστάτης]], [[δεξιότοιχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξιόγυιος]], [[δεξιοκοιτώ]], [[δεξιόπηρος]], [[δεξιοφανής]], [[δεξιόχειρος]], [[δεξιώνυμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεξιολάβος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεξιοκάθεδρος]], [[δεξιοκοπώ]], [[δεξιολαβής]], <i>δεξιόστροφο</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεξιόκωπος]], [[δεξιόπλοκος]], [[δεξιόποδες]], [[δεξιόσειρος]], [[δεξιόστροφος]], [[δεξιοτέχνης]], [[δεξιόχειρ]]]·
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεξιός:''' -ά, -όν ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> στο δεξί [[χέρι]] ή στη [[δεξιά]] [[πλευρά]], Λατ. [[dexter]], αντίθ. προς το [[ἀριστερός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὸ δ</i>. (ενν. [[κέρας]]), το δεξί [[μέρος]] του στρατού, σε Ξεν.· επίρρ. χρήσεις, ἐπὶ [[δεξιά]], στα [[δεξιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ [[δεξιόφιν]] (Επικ. γεν.), προς τα [[δεξιά]], στο ίδ.· πρὸς [[δεξιά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευτυχής]], [[αίσιος]], [[ευοίωνος]], αυτός που προμηνύει [[καλά]], λέγεται για το [[πέταγμα]] των πουλιών, δεξιὸς [[ὄρνις]] = [[αἴσιος]], σε Όμηρ. Αυτή η [[σημασία]] προήλθε από τους Έλληνες οιωνοσκόπους που κοιτούσαν στο Βορρά, με [[αποτέλεσμα]] οι αίσιοι οιωνοί που έρχονταν από την Ανατολή, να βρίσκονται στα [[δεξιά]], ενώ οι δυσοίωνοι από τη Δύση, να βρίσκονται στα αριστερά.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], αντίθ. προς το [[σκαιός]] ([[απαίσιος]], [[ολέθριος]], [[απρόθυμος]], Γαλλικά gauche)· λέγεται και για το [[μυαλό]], τη [[νόηση]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]], [[ευφυής]], [[πανούργος]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., [[δεξιῶς]]· υπερθ., <i>δεξιώτατα</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}