πονηρία: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πονηρία:''' ἡ ([[πονηρός]]),<br /><b class="num">I.</b> κακή [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[κακία]], [[μοχθηρία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[σαθρότητα]], [[μοχθηρία]], [[πανουργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[χυδαιότητα]], [[μικροψυχία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πονηρία:''' ἡ ([[πονηρός]]),<br /><b class="num">I.</b> κακή [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[κακία]], [[μοχθηρία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[σαθρότητα]], [[μοχθηρία]], [[πανουργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[χυδαιότητα]], [[μικροψυχία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πονηρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> плохое состояние, нездоровье (τοῦ σώματος, ὀφθαλμῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> испорченность, негодность (τῆς πόλεως Plat.; τῆς πονηρίας τινὸς ἐπικρατῆσαι Lys.): εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσθαι Xen. портиться, ухудшаться;<br /><b class="num">3)</b> лукавство NT.
}}
}}