Anonymous

πονηρία: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν [[πονηρός]]<br /><b>1.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[κακία]], [[πανουργία]], [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> πονηρές ενέργειες, [[κατεργαριά]], [[πονηράδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσπιστία]], [[υπόνοια]], [[καχυποψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[κατάσταση]], [[καχεξία]]<br /><b>2.</b> [[ποταπότητα]]<br /><b>3.</b> [[δειλία]], [[ανανδρία]]<br /><b>4.</b> [[οχλοκρατία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν [[πονηρός]]<br /><b>1.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[κακία]], [[πανουργία]], [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> πονηρές ενέργειες, [[κατεργαριά]], [[πονηράδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσπιστία]], [[υπόνοια]], [[καχυποψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[κατάσταση]], [[καχεξία]]<br /><b>2.</b> [[ποταπότητα]]<br /><b>3.</b> [[δειλία]], [[ανανδρία]]<br /><b>4.</b> [[οχλοκρατία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πονηρία:''' ἡ ([[πονηρός]]),<br /><b class="num">I.</b> κακή [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[κακία]], [[μοχθηρία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[σαθρότητα]], [[μοχθηρία]], [[πανουργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[χυδαιότητα]], [[μικροψυχία]], σε Ευρ.
}}
}}