σκότος: Difference between revisions

1,597 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκότος:''' -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[σκότος]]:</b> -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> σκοτεινιά, [[ζόφος]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η σκοτεινιά του θανάτου, ο [[θάνατος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[τυφλότητα]], την [[τύφλωση]], <i>σκότον βλέπειν</i>, σε Σοφ.· <i>σκότον δεδορκώς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>σκότῳ κρύπτειν</i>, όπως το [[nocte]] premere, κρύβομαι στο [[σκοτάδι]], [[καλύπτω]] τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους [[ἐστί]], είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι [[μυστήριο]], σε Ξεν.· <i>κατὰ σκότον</i>, <i>ὑπὸ σκότου</i>, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''σκότος:''' -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[σκότος]]:</b> -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> σκοτεινιά, [[ζόφος]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η σκοτεινιά του θανάτου, ο [[θάνατος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[τυφλότητα]], την [[τύφλωση]], <i>σκότον βλέπειν</i>, σε Σοφ.· <i>σκότον δεδορκώς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>σκότῳ κρύπτειν</i>, όπως το [[nocte]] premere, κρύβομαι στο [[σκοτάδι]], [[καλύπτω]] τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους [[ἐστί]], είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι [[μυστήριο]], σε Ξεν.· <i>κατὰ σκότον</i>, <i>ὑπὸ σκότου</i>, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκότος:''' ὁ, атт. тж. [[σκότος]], εος τό<br /><b class="num">1)</b> темнота, тьма, мрак Hom., Pind.: ἐν σκότει Xen. во тьме, ночью; βλέπειν σκότον Soph. видеть тьму, т. е. быть слепым; σκότον δεδορκώς Eur. слепой; σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. потемнение в глазах;<br /><b class="num">2)</b> смертная тень, смерть (τὸν δὲ σ. [[ὄσσε]] κάλυψεν Hom.): σκότῳ [[θανεῖν]] Eur. быть похищенным смертью;<br /><b class="num">3)</b> подземный мир, царство тьмы Trag.: σκότου πύλαι Eur. врата подземного царства;<br /><b class="num">4)</b> глубь, недра: ἐν σκότοισι νηδύος Aesch. в недрах (материнского) чрева;<br /><b class="num">5)</b> перен. тьма, тайна: δόλον σκότῳ κρύψας Soph. скрыв (свою) хитрость; ἐν σκότῳ и κατὰ σκότον Soph., ὑπὸ σκότῳ Aesch. и ὑπὸ σκότου Xen. в темноте, втайне;<br /><b class="num">6)</b> неизвестность: διὰ σκότους εἶναι Xen. быть неизвестным;<br /><b class="num">7)</b> непонятность, неясность ([[ἀπορία]] καὶ σ. Plat.);<br /><b class="num">8)</b> духовная темнота, неведение ([[κωφότης]] καὶ σ. Dem.).
}}
}}