Anonymous

σκότος: Difference between revisions

From LSJ
1,040 bytes added ,  31 December 2018
6
(37)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, το / [[σκότος]], -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. [[σκότος]], -ου, ὁ Α<br /><b>1.</b> [[απουσία]] φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, [[σκοτάδι]], [[σκοτίδι]] (α. «ο [[ήλιος]] διέλυσε τα σκότη της νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ [[μέσον]] τοῡ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῡ σκότους», ΠΔ<br />γ. «[[αὐτάρ]] Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' [[ἐσχαρόφιν]], [[ποτὶ]] δὲ σκότον ἐτράπετ' [[αἶψα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγνοια]], [[έλλειψη]] πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, [[απουσία]] προόδου (α. «βρίσκεται στο [[σκότος]] της αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη της βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾱς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «[[σκότος]] καλεῑ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)<br /><b>3.</b> [[ασάφεια]], [[μυστήριο]] (α. «[[σκότος]] πυκνό καλύπτει την [[υπόθεση]] της δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα [[σκότος]] τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σκότη</i><br />το [[έρεβος]] του θανάτου, ο Άδης («μια [[μέρα]] θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το αιώνιο [[σκότος]]» <br />α) η [[κατάσταση]] του τυφλού, η [[τυφλότητα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[νύχτα]] («ὑπὸ δὲ τούτου τοῡ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η [[αρχή]], η [[δύναμη]], ο [[θεός]] του κακού, το [[κακό]], σε [[αντιδιαστολή]] με το φώς που [[είναι]] η [[αρχή]] του καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ [[ὄνομα]] θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ [[σκότος]]...», Ηγεμόν.)<br /><b>3.</b> η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ [[σκότος]] τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> η [[πλάνη]], η [[ασέβεια]], ο [[αθεϊσμός]] («[[σκότος]] ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «[[σκότος]] ἐνταῡθα [[πάλιν]] τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἔργα δὲ τοῡ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)<br /><b>6.</b> οι κακοτυχίες, οι συμφορές («[[σκότος]]... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἄρχων]] τοῡ σκότους» — ο [[σατανάς]] (Μεθόδ. Ολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θάνατος]] («τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Άδης («[[ἐπεὶ]] κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ανυπαρξία]] [[πριν]] από τη [[γέννηση]], το [[σκοτάδι]] της μήτρας («ἀλλ' [[οὔτε]] νιν φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έλλειψη]] οράσεως, [[τυφλότητα]] («βλέποντα νῡν μὲν ὄρθ' [[ἔπειτα]] δὲ σκότον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]], [[ίλιγγος]] («[[μετὰ]] δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῑκες βαρύνονται τὸ [[σῶμα]] πᾱν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> το σκοτεινό [[μέρος]], η [[σκιά]] εικόνας<br /><b>7.</b> [[δόλος]], σκοτεινή [[διάθεση]] («τὸ δὲ [[μετὰ]] σκότους καὶ ἀπάτης [[λαθραίως]] γιγνόμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) [[σκοτεινός]], [[μυστηριώδης]] («Μητρότιμος ὁ [[σκότος]]», Ιππων.)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «σκότον ἔχω» — ζω, [[υπάρχω]] στο [[σκοτάδι]] της αφάνειας και της ασημότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σκότος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>skot</i>- με σημ. «[[σκιά]], [[σκοτάδι]]» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., <b>πρβλ.</b> τα: γοτθ. <i>skadus</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>scato</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>skadu</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>sc</i><i>ā</i><i>th</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sk</i><i>ō</i><i>to</i>), [[καθώς]] και τα νεώτερα: αγγλ. <i>shade</i>, <i>shadow</i> και γερμ. <i>Schaten</i>. Η λ. [[σκότος]] απαντά σε αρσ. [[γένος]] στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, [[μάλλον]] για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. [[γένος]] του τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του αντώνυμου [[φάος]], χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς [[σήμερα]]. Η λ. [[σκότος]], [[τέλος]], αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το [[σκοτάδι]]: [[δνόφος]], [[ζόφος]], [[κνέφας]].
|mltxt=-ους, το / [[σκότος]], -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. [[σκότος]], -ου, ὁ Α<br /><b>1.</b> [[απουσία]] φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, [[σκοτάδι]], [[σκοτίδι]] (α. «ο [[ήλιος]] διέλυσε τα σκότη της νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ [[μέσον]] τοῡ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῡ σκότους», ΠΔ<br />γ. «[[αὐτάρ]] Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' [[ἐσχαρόφιν]], [[ποτὶ]] δὲ σκότον ἐτράπετ' [[αἶψα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγνοια]], [[έλλειψη]] πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, [[απουσία]] προόδου (α. «βρίσκεται στο [[σκότος]] της αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη της βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾱς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «[[σκότος]] καλεῑ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)<br /><b>3.</b> [[ασάφεια]], [[μυστήριο]] (α. «[[σκότος]] πυκνό καλύπτει την [[υπόθεση]] της δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα [[σκότος]] τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σκότη</i><br />το [[έρεβος]] του θανάτου, ο Άδης («μια [[μέρα]] θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το αιώνιο [[σκότος]]» <br />α) η [[κατάσταση]] του τυφλού, η [[τυφλότητα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[νύχτα]] («ὑπὸ δὲ τούτου τοῡ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η [[αρχή]], η [[δύναμη]], ο [[θεός]] του κακού, το [[κακό]], σε [[αντιδιαστολή]] με το φώς που [[είναι]] η [[αρχή]] του καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ [[ὄνομα]] θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ [[σκότος]]...», Ηγεμόν.)<br /><b>3.</b> η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ [[σκότος]] τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> η [[πλάνη]], η [[ασέβεια]], ο [[αθεϊσμός]] («[[σκότος]] ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «[[σκότος]] ἐνταῡθα [[πάλιν]] τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἔργα δὲ τοῡ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)<br /><b>6.</b> οι κακοτυχίες, οι συμφορές («[[σκότος]]... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἄρχων]] τοῡ σκότους» — ο [[σατανάς]] (Μεθόδ. Ολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θάνατος]] («τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Άδης («[[ἐπεὶ]] κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ανυπαρξία]] [[πριν]] από τη [[γέννηση]], το [[σκοτάδι]] της μήτρας («ἀλλ' [[οὔτε]] νιν φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έλλειψη]] οράσεως, [[τυφλότητα]] («βλέποντα νῡν μὲν ὄρθ' [[ἔπειτα]] δὲ σκότον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]], [[ίλιγγος]] («[[μετὰ]] δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῑκες βαρύνονται τὸ [[σῶμα]] πᾱν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> το σκοτεινό [[μέρος]], η [[σκιά]] εικόνας<br /><b>7.</b> [[δόλος]], σκοτεινή [[διάθεση]] («τὸ δὲ [[μετὰ]] σκότους καὶ ἀπάτης [[λαθραίως]] γιγνόμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) [[σκοτεινός]], [[μυστηριώδης]] («Μητρότιμος ὁ [[σκότος]]», Ιππων.)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «σκότον ἔχω» — ζω, [[υπάρχω]] στο [[σκοτάδι]] της αφάνειας και της ασημότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σκότος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>skot</i>- με σημ. «[[σκιά]], [[σκοτάδι]]» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., <b>πρβλ.</b> τα: γοτθ. <i>skadus</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>scato</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>skadu</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>sc</i><i>ā</i><i>th</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sk</i><i>ō</i><i>to</i>), [[καθώς]] και τα νεώτερα: αγγλ. <i>shade</i>, <i>shadow</i> και γερμ. <i>Schaten</i>. Η λ. [[σκότος]] απαντά σε αρσ. [[γένος]] στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, [[μάλλον]] για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. [[γένος]] του τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του αντώνυμου [[φάος]], χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς [[σήμερα]]. Η λ. [[σκότος]], [[τέλος]], αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το [[σκοτάδι]]: [[δνόφος]], [[ζόφος]], [[κνέφας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκότος:''' -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[σκότος]]:</b> -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> σκοτεινιά, [[ζόφος]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η σκοτεινιά του θανάτου, ο [[θάνατος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[τυφλότητα]], την [[τύφλωση]], <i>σκότον βλέπειν</i>, σε Σοφ.· <i>σκότον δεδορκώς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>σκότῳ κρύπτειν</i>, όπως το [[nocte]] premere, κρύβομαι στο [[σκοτάδι]], [[καλύπτω]] τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους [[ἐστί]], είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι [[μυστήριο]], σε Ξεν.· <i>κατὰ σκότον</i>, <i>ὑπὸ σκότου</i>, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}