ἀθυρόστομος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῠρόστομος:''' -ον ([[θύρα]], [[στόμα]]) = [[ἀθυρόγλωττος]], αυτός που πολυλογεί, που φλυαρεί αδιάκοπα, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀθῠρόστομος:''' -ον ([[θύρα]], [[στόμα]]) = [[ἀθυρόγλωττος]], αυτός που πολυλογεί, που φλυαρεί αδιάκοπα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῠρόστομος:''' говорливый, неумолчный.
}}
}}