ὑπορρέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπορρέω:''' μέλ. <i>-ρυήσομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[κάτω]] από ή από [[κάτω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> ξεχύνομαι σταδιακά, στον ίδ.· μεταφ., [[συρρέω]] σταδιακά σ' ένα [[μέρος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., επίσης, [[γλιστρώ]] ή παρεισφρύω, [[εισέρχομαι]] [[απαρατήρητος]], Λατ. subrepere, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέρχομαι]], λέγεται για χρόνο, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[άνθη]], λουλούδια, φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Θεόκρ.· χρησιμ. για μαλλιά, [[πέφτω]], μειώνομαι, [[λιγοστεύω]], σε Λουκ.· λέγεται για φίλους, [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]] σε κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπορρέω:''' μέλ. <i>-ρυήσομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[κάτω]] από ή από [[κάτω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> ξεχύνομαι σταδιακά, στον ίδ.· μεταφ., [[συρρέω]] σταδιακά σ' ένα [[μέρος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., επίσης, [[γλιστρώ]] ή παρεισφρύω, [[εισέρχομαι]] [[απαρατήρητος]], Λατ. subrepere, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέρχομαι]], λέγεται για χρόνο, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[άνθη]], λουλούδια, φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Θεόκρ.· χρησιμ. για μαλλιά, [[πέφτω]], μειώνομαι, [[λιγοστεύω]], σε Λουκ.· λέγεται για φίλους, [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]] σε κάποιον, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπορρέω:''' <b class="num">1)</b> течь вниз, стекать (πηγὴ νάματος ὑπορρεῖ παρὰ τὸν κρημνόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> течь (протекать) внизу (ἡ ὑπορρέουσα [[θάλασσα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> медленно течь (ὁ ποταμὸς ὑπορρέων [[ἀψοφητί]] Plut.): ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Arph. с течением времени;<br /><b class="num">4)</b> исподволь притекать, проникать, внедряться (πρὸς τὰ ἤθη Plat.): κατὰ μικρὸν ὑ. ἐπί τινος Dem. постепенно просачиваться во что-л.; τὴν ψυχὴν ὑ. Plut. проникать в душу;<br /><b class="num">5)</b> распространяться: [[λόγος]] τις [[ἅμα]] καὶ [[φήμη]] ὑπορρεῖ πως Plat. ходит какой-то рассказ или слух, что-ли;<br /><b class="num">6)</b> постепенно уходить, исчезать (ὑπορρέουσιν οἱ [[πολλοί]] Luc.): τὸ καλὸν [[ἄνθος]] ὑπορρεῖ τινι Theocr. красота покидает кого-л.; ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]] Luc. с выпадением волос; ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Plat. удаленные прочь подпоры;<br /><b class="num">7)</b> присоединяться, примыкать (εἴς или ὥς τινα Plut.);<br /><b class="num">8)</b> досл. размывать, подкапывать, перен. губить (τινα κατὰ μικρον Dem.).
}}
}}