ὑπορρέω
English (LSJ)
A flow under or flow beneath, Arist.Mir.843a21, Plu.Crass.4, 2.949d.
2 infiltrate, Hp.Loc.Hom.29.
II metaph.,
1 slip into unperceived or glide into unperceived, παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Pl. R.424d; λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑ. πως Id.Lg.672b; ἁμαρτία κατὰ μικρὸν ὑπορρέουσα D.19.228: c. dat., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε E.Fr. 497.5: c. acc., τὴν ψυχὴν ὑ. δυσχέρειαι Plu.2.437d: hence, undermine, ὑπὸ [τοῦ Φαβίου] ὑπορρέοντος ἀψοφητὶ καὶ παρεμπίπτοντος ἐνδελεχῶς ὑπερειπόμενος καὶ δαπανώμενος ἐλάνθανε [ὁ Ἀννίβας] Id.Fab.19; ὑπέρρει αὐτὸν τὸ νόσημα Parth.13.1; τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα.. ὑπέρρει D.20.49.
2 slip away, ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Pl.Lg.793c; τό τοι καλὸν ἄνθος ὑ. v.l. for ἀπορρέω in Theoc.7.121; of the hair, fall off, Luc.Ep.Sat.24; of friends, Id.Vit.Auct.27: of time, slip away, glide on, ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ar.Nu.1289: of persons, ὑπορρέω εἴς τινα sink to the level of... Plu.Nic.1; ὑπορρέω εἰς ἰδιωτισμόν fall into... Epict.Ench.33.6.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπορρυήσομαι, ao.2 ὑπερρύην, pf. ὑπερρύηκα, etc.
1 couler sous ; fig. se glisser sous, pénétrer sous ou dans, s'insinuer, d'ord. avec un suj. de ch. (erreur, mal, etc.) : τὴν ψυχήν PLUT dans l'âme de qqn ; qqf avec un suj. de pers. : εἴς τινα, ὥς τινα s'introduire secrètement auprès de qqn;
2 couler peu à peu ; s'écouler en parl. du temps ; p. anal. glisser peu à peu, tomber.
Étymologie: ὑπό, ῥέω.
German (Pape)
(ῥέω),
1 unten weg-, darunter hinfließen.
2 heimlich, unvermerkt hineinkommen, hineinschlüpfen; Plat. Rep. IV.424d; λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑπορρεῖ πως Legg. II.672 h; vgl. Dem. 19.228; Luc. vit.auct. 27.
3 allmälig, unvermerkt fortgehen, schwinden; ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ar. Nub. 1271; vom ausfallenden Haare, auch von Stützen, umfallen, Plat. Legg. VII.793c und Sp., wie Luc. D.mer. 12.5.
4 c. accus., untergraben, unterminieren, und dadurch zum Fall bringen, τούσδ' ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτ' ἀμελούμενα ὑπέρρει κατὰ μικρόν Dem. 20.49, im Gegensatz von προῆγε.
Russian (Dvoretsky)
ὑπορρέω:
1 течь вниз, стекать (πηγὴ νάματος ὑπορρεῖ παρὰ τὸν κρημνόν Plut.);
2 течь (протекать) внизу (ἡ ὑπορρέουσα θάλασσα Arst.);
3 медленно течь (ὁ ποταμὸς ὑπορρέων ἀψοφητί Plut.): ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Arph. с течением времени;
4 исподволь притекать, проникать, внедряться (πρὸς τὰ ἤθη Plat.): κατὰ μικρὸν ὑ. ἐπί τινος Dem. постепенно просачиваться во что-л.; τὴν ψυχὴν ὑ. Plut. проникать в душу;
5 распространяться: λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑπορρεῖ πως Plat. ходит какой-то рассказ или слух, что-ли;
6 постепенно уходить, исчезать (ὑπορρέουσιν οἱ πολλοί Luc.): τὸ καλὸν ἄνθος ὑπορρεῖ τινι Theocr. красота покидает кого-л.; ὑπορρεούσης τῆς κόμης Luc. с выпадением волос; ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Plat. удаленные прочь подпоры;
7 присоединяться, примыкать (εἴς или ὥς τινα Plut.);
8 досл. размывать, подкапывать, перен. губить (τινα κατὰ μικρον Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπορρέω: μέλλ. -ρυήσομαι, ῥέω ὑποκάτω ἢ κάτωθεν, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 3, Πλουτ. Κράσσ. 4, πρβλ. 2. 949D. 2) ἐκρέω κατὰ μικρόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19. 3) συνέρχομαι κατὰ μικρὸν εἴς τινα τόπον, ἐπὶ προσώπων, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27. ΙΙ. μεταφορ., 1) εἰσρέω, εἰσέρχομαι ἀπαρατήρητος, Λατ. subrepere παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Πλάτ. Πολ. 424D· λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑπ. πως ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Β· ὑπ. ἁμαρτία Δημ. 412. 12 - μετὰ δοτ., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε Εὐρ. Ἀποσπ. 499. 5· μετ’ αἰτ., δυσχέρειαι ὑπ. τὴν ψυχήν, Πλουτ. 2. 437D. 3) ὑποπίπτω, ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Πλάτ. Νόμ. 792C· τό τοι καλὸν ἄνθος ὑπ. Θεόκρ. 7. 121· οὕτως ἐπὶ τῶν τριχῶν, «παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κομήτας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης» ὁ αὐτ. ἐν Κρονικ. Ἐπιστ. 24· ἀπέρχομαι κατὰ μικρόν, «ἤδη μὲν ὑπορρέουσιν οἱ πολλοὶ καὶ ἐν ὀλίγοις ἡ πρᾶσις ἔσται», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27· - ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ἀριστοφ. Νεφ. 1289· - ἐπὶ προσώπων, καταφεύγω εἴς τινα, πολλαχοῦ δ’ ὑπορρέων εἰς τὸν Ξέναρχον Πλουτ. Νικ. 1· ὑπ. εἰς ἰδιωτισμόν, καταπίπτω εἰς..., Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 6. ΙΙΙ. ἐν Δημ. 472. 2, τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα... ὑπορρεῖ, ὁ Wolf καὶ ὁ Schäf. λαμβάνουσι τὸ ῥῆμα μεταβατικῶς, πάντα ταῦτα ὑποσκάπτουσιν, ὑπονομεύουσιν αὐτούς· ἀλλὰ πιθανῶς ὑπάρχει ἀνακόλουθον, καθ’ ὃ τὸ ὑπορρεῖ ἐτέθη ἀντὶ ῥήματός τινος μεταβατικοῦ.
Greek Monolingual
ὑπορρέω ΝΜΑ ῥέω
ρέω από κάτω
αρχ.
1. εκρέω λίγο
2. διαρρέω
3. μεταπίπτω
4. πέφτω σιγά σιγά («παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης», Λουκιαν.)
5. μτφ. α) εισέρχομαι κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («παρανομία ἠρεμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη», Πλάτ.)
β) προχωρώ ανεπαίσθητα
γ) (κατ' επέκτ.) παρέρχομαι, χάνομαι («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», Αριστοφ.)
δ) (για πρόσ.) i) προσέρχομαι απαρατήρητος κάπου
ii) συγκεντρώνομαι σιγά σιγά κάπου.
Greek Monotonic
ὑπορρέω: μέλ. -ρυήσομαι,
I. 1. ρέω κάτω από ή από κάτω, σε Πλούτ.
2. ξεχύνομαι σταδιακά, στον ίδ.· μεταφ., συρρέω σταδιακά σ' ένα μέρος, σε Λουκ.
II. 1. μεταφ., επίσης, γλιστρώ ή παρεισφρύω, εισέρχομαι απαρατήρητος, Λατ. subrepere, σε Πλάτ., Δημ.
2. παρέρχομαι, λέγεται για χρόνο, σε Αριστοφ.· λέγεται για άνθη, λουλούδια, φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Θεόκρ.· χρησιμ. για μαλλιά, πέφτω, μειώνομαι, λιγοστεύω, σε Λουκ.· λέγεται για φίλους, καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ρυήσομαι
I. to flow under or beneath, Plut.
2. to flow gradually away, Plut.: metaph. to stream gradually to a place, Luc.
II. metaph. also, to slip or glide into unperceived, Lat. subrepere, Plat., Dem.
2. to slip away, of time, Ar.; of flowers, to perish, Theocr.; of the hair, to fall off, Luc.; and of friends, Luc.