3,254,072
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' (ἐν, [[λαμπρύνω]]), Παθ., [[κερδίζω]] [[υπεροχή]], διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, [[διαπρέπω]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' (ἐν, [[λαμπρύνω]]), Παθ., [[κερδίζω]] [[υπεροχή]], διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, [[διαπρέπω]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.). | |||
}} | }} |