Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλλαμπρύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' (ἐν, [[λαμπρύνω]]), Παθ., [[κερδίζω]] [[υπεροχή]], διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, [[διαπρέπω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' (ἐν, [[λαμπρύνω]]), Παθ., [[κερδίζω]] [[υπεροχή]], διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, [[διαπρέπω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).
}}
}}