πλέω: Difference between revisions

1,848 bytes added ,  31 December 2018
3b
(6)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλέω:''' Επικ. [[πλείω]], Αττ. προστ. <i>πλεῖ</i>· μέλ. [[πλεύσομαι]], Δωρ. [[πλευσοῦμαι]], μεταγεν. <i>πλεύσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔπλευσα</i>, παρακ. <i>πέπλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπλεύσθην</i>, παρακ. [[πέπλευσμαι]]· [[εκτός]] από το [[πλώω]], Επικ. προστ. <i>πλῶον</i>, ο Όμηρ. έχει συγκοπτ. αόρ. βʹ [[ἔπλων]], <i>-ως</i>, <i>-ω</i>, μτχ. [[πλώς]], σύνθ. <i>ἀπέπλω</i> κ.λπ.· Ιων. απαρ. <i>πλώειν</i>, παρατ. [[ἔπλωον]], μέλ. <i>πλώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπλωσα</i>, μτχ. <i>πλώσας</i>, παρακ. <i>πέπλωκα</i>· οι Αττ. συναιρούν μονο τα <i>εε</i> και <i>ει</i>, όπως στο [[χέω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πλέω]], [[πηγαίνω]] μέσα από τη [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὑγρὰ [[κέλευθα]] [[πλεῖν]], [[πλέω]] στις θαλάσσιες [[οδούς]], σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου στην Παθ., τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]], σε Ξεν.· μεταφ., [[πλεῖν]] ὑφειμένῃ, πρβλ. [[ὑφίημι]] III.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλα πράγματα, [[κολυμπώ]], [[επιπλέω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ταύτης]] ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ενόσω διατηρούμε το [[πλοίο]] της πόλης μας [[ορθό]], σε Σοφ.· οὐδ' [[ὅπως]] ὀρθὴ πλεύσεται (ενν. ἡ [[πόλις]]) <i>προείδετο</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''πλέω:''' Επικ. [[πλείω]], Αττ. προστ. <i>πλεῖ</i>· μέλ. [[πλεύσομαι]], Δωρ. [[πλευσοῦμαι]], μεταγεν. <i>πλεύσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔπλευσα</i>, παρακ. <i>πέπλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπλεύσθην</i>, παρακ. [[πέπλευσμαι]]· [[εκτός]] από το [[πλώω]], Επικ. προστ. <i>πλῶον</i>, ο Όμηρ. έχει συγκοπτ. αόρ. βʹ [[ἔπλων]], <i>-ως</i>, <i>-ω</i>, μτχ. [[πλώς]], σύνθ. <i>ἀπέπλω</i> κ.λπ.· Ιων. απαρ. <i>πλώειν</i>, παρατ. [[ἔπλωον]], μέλ. <i>πλώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπλωσα</i>, μτχ. <i>πλώσας</i>, παρακ. <i>πέπλωκα</i>· οι Αττ. συναιρούν μονο τα <i>εε</i> και <i>ει</i>, όπως στο [[χέω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πλέω]], [[πηγαίνω]] μέσα από τη [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὑγρὰ [[κέλευθα]] [[πλεῖν]], [[πλέω]] στις θαλάσσιες [[οδούς]], σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου στην Παθ., τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]], σε Ξεν.· μεταφ., [[πλεῖν]] ὑφειμένῃ, πρβλ. [[ὑφίημι]] III.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλα πράγματα, [[κολυμπώ]], [[επιπλέω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ταύτης]] ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ενόσω διατηρούμε το [[πλοίο]] της πόλης μας [[ορθό]], σε Σοφ.· οὐδ' [[ὅπως]] ὀρθὴ πλεύσεται (ενν. ἡ [[πόλις]]) <i>προείδετο</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλέω:''' <b class="num">I</b> (fut. [[πλεύσομαι]] и [[πλευσοῦμαι]] - поздн. [[πλεύσω]], aor. ἔπλευσα, pf. πέπλευκα; pass.: aor. ἐπλεύσθην, pf. [[πέπλευσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> плыть, плавать ([[Ἰλιόθεν]], ἐνὶ πόντῳ Hom.; ἐν ναυσίν Xen.; ἀπὸ Λευκάδος Thuc.; ἐν τῇ θαλάττῃ Plat.): ζεφύρου αὔρᾳ π. Aesch. плыть с западным ветром;<br /><b class="num">2)</b> (= [[νέω]] II) держаться на поверхности воды, плавать: π. [[ἐλαφρῶς]] Hom. (о сухом дереве) легко держаться на поверхности воды; [[νῆσος]] πλέουσα Her. плавучий остров; ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις Xen. на быстроходных кораблях;<br /><b class="num">3)</b> (о морском путешествии) совершать (στόλον τόνδε Soph.; πλοῦν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> проплывать на кораблях (ὑγρὰ [[κέλευθα]] Hom.; τὴν θάλατταν Xen.): τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]] Xen. пройденная часть моря;<br /><b class="num">5)</b> перен. протекать, идти: πάντα [[ἡμῖν]] κατ᾽ ὀρθὸν πλεῖ Plat. все у нас идет на лад;<br /><b class="num">6)</b> качаться, балансировать: ἔπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν Polyb. скользя обеими ногами, они качались.<br /><b class="num">II</b> nom. pl. n к [[πλείων]].<br /><b class="num">III</b> gen. к [[πλέως]] I и II.
}}
}}