σκυτοτομέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῡτοτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] κομμάτια δέρματος για την [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], είμαι [[υποδηματοποιός]], [[παπουτσής]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''σκῡτοτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] κομμάτια δέρματος για την [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], είμαι [[υποδηματοποιός]], [[παπουτσής]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτοτομέω:''' <b class="num">1)</b> заниматься сапожным ремеслом, сапожничать Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> (о сапожнике) шить, тачать (ὑποδήματα Plat.).
}}
}}