σκυτοτομέω
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
cut leather for shoes, to be a shoemaker, Ar.Pl.162.514, Pl.R. 454c, al.; ὑποδήματα σ. Id.Chrm.161e.
German (Pape)
[Seite 909] ein Schuster sein; Ar. Plut. 162. 514; Plat. Rep. V, 454 c u. öfter; auch ὑποδήματα σκυτοτομεῖν, Charm. 161 e; Sp., wie Luc.
French (Bailly abrégé)
σκυτοτομῶ :
être cordonnier ; tailler dans le cuir, confectionner avec du cuir.
Étymologie: σκυτοτόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοτομέω [σκυτοτόμος] leerbewerker zijn, schoenmaker zijn. maken (van leer), met acc.: ὑποδήματα schoenen Plat. Chrm. 161e.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτοτομέω:
1 заниматься сапожным ремеслом, сапожничать Arph., Plat.;
2 (о сапожнике), шить, тачать, (ὑποδήματα Plat.).
Greek Monolingual
σκυτοτομέω, Α σκυτοτόμος
είμαι σκυτοτόμος, κόβω δέρματα για την κατασκευή υποδημάτων.
Greek Monotonic
σκῡτοτομέω: μέλ. -ήσω, κόβω κομμάτια δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, είμαι υποδηματοποιός, παπουτσής, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτομέω: κόπτω δέρμα πρὸς κατασκευὴν ὑποδημάτων, εἶμαι ὑποδηματοποιός, Ἀριστοφ. Πλ. 162, 514, Πλάτ. Πολ. 454C, κ. ἀλλ.· σκ. ὑποδήματα ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 161Ε.
Middle Liddell
σκῡτοτομέω, fut. -ήσω [from σκῡτοτόμος]
to cut leather for shoes, to be a shoemaker, Ar., Plat.