συμβουλεύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συμβουλεύω]], [[ορμηνεύω]], Λατ. cnsulere alicui, με δοτ. προσ. και απαρ., [[παραινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], τον [[προτρέπω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] απαρ., [[συμβουλεύω]] τινί τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[συμβουλεύω]] τι, [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] ένα μέτρο, μια [[ρύθμιση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>τὰ συμβεβουλευμένα</i>, [[συμβουλή]] που έχει παρασχεθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], σε Σοφ.· <i>ὁσυμβουλεύων</i> ή <i>-εύσας</i>, αυτός που παρέχει συμβουλές, [[σύμβουλος]], [[εισηγητής]], Λατ. [[auctor]] sententiae, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συνδιασκέπτομαι]] με κάποιον, δηλ. ζητώ τη [[συμβουλή]] του, Λατ. consulere aliquem, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], [[προτρέπω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συμβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συμβουλεύω]], [[ορμηνεύω]], Λατ. cnsulere alicui, με δοτ. προσ. και απαρ., [[παραινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], τον [[προτρέπω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] απαρ., [[συμβουλεύω]] τινί τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[συμβουλεύω]] τι, [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] ένα μέτρο, μια [[ρύθμιση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>τὰ συμβεβουλευμένα</i>, [[συμβουλή]] που έχει παρασχεθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], σε Σοφ.· <i>ὁσυμβουλεύων</i> ή <i>-εύσας</i>, αυτός που παρέχει συμβουλές, [[σύμβουλος]], [[εισηγητής]], Λατ. [[auctor]] sententiae, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συνδιασκέπτομαι]] με κάποιον, δηλ. ζητώ τη [[συμβουλή]] του, Λατ. consulere aliquem, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], [[προτρέπω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβουλεύω:''' <b class="num">1)</b> давать совет, советовать (τινί τι Her. и περί τινος Plat.; σ. τινὶ - реже τινὰ Plat. - ποιεῖν τι Her., Thuc.): οὐ σ. τινὶ ποιεῖν τι Her. отговаривать кого-л. от чего-л.; συμβουλὰς σ. Plat. давать советы; τὰ [[παρά]] τινος συμβουλευόμενα Xen. подаваемые кем-л. советы; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων Isocr. назидательные поэмы;<br /><b class="num">2)</b> med. советоваться, совещаться, просить совета: συμβουλεύεσθαί τι [[μετά]] τινος Arph. или περί τινός τινι Plat. советоваться с кем-л. о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> aor. med. прийти к соглашению, договориться (συνεβουλεύσαντο [[ἀνελεῖν]] αὐτόν NT).
}}
}}