εὔειλος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔειλος:''' -ον ([[εἴλη]]), [[ευήλιος]], [[θερμός]], [[ζεστός]], Λατ. [[apricus]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔειλος:''' -ον ([[εἴλη]]), [[ευήλιος]], [[θερμός]], [[ζεστός]], Λατ. [[apricus]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔειλος:''' нагретый солнцем, жаркий (αἰθέρος πνοαί Eur. - v. l. εὐήλιοι; χωρία Arst.).
}}
}}