εὔειλος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
εὔειλον, (εἵλη) sunny, warm, Ar.Fr.780; χωρία Arist.HA 597b7, Thphr. HP 4.1.1, al.
German (Pape)
[Seite 1063] wohl besonnt, χωρία, Arist. H. A. 8, 20; Theophr.; auch Ar. bei Phot., mss. εὔηλος, d. i. εὐήλιος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien exposé à la chaleur du soleil.
Étymologie: εὖ, εἵλη.
Russian (Dvoretsky)
εὔειλος: нагретый солнцем, жаркий (αἰθέρος πνοαί Eur. - v.l. εὐήλιοι; χωρία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔειλος: -ον, εὐήλιος, θερμός, Λατ. apricus, πνοαὶ Εὐρ. Φοίν. 674, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 612· χωρία Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 9, Σουΐδ. Φώτ. κτλ.
Greek Monolingual
εὔειλος, -ον (Α)
ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. άειλος, πρόσειλος].
Greek Monotonic
εὔειλος: -ον (εἴλη), ευήλιος, θερμός, ζεστός, Λατ. apricus, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὔ-ειλος, ον εἴλη
sunny, warm, Lat. apricus, Eur.
Translations
sunny
Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: zonnig; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: ensoleillé; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: ηλιόλουστος, λιόλουστος, λιοπερίχυτος; Ancient Greek: ἀστροβλής, ἀστρόβλητος, ἐπαλής, εὐάλιος, εὔειλος, εὐήλιος, ἡλιόβλητος, ἡλιόβολος, πανήλιος, πολυήλιος, πρόσειλος, προσήλιος; Hungarian: napfényes, napos; Italian: soleggiato, soleggiata; Latin: apricus; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: ensolarado; Serbo-Croatian: sùnčan; Spanish: soleado; Ukrainian: сонячний