3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειμερῐνός:''' -ή, -όν ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το [[θερινός]], <i>χειμεριναὶ [[τροπαί]]</i> (βλ. [[τροπή]] I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν χειμερινήν</i> (ενν. <i>ὥρην</i>), κατά τη [[διάρκεια]] της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειμερινός]], σε Θουκ.· βλ. [[χειμέριος]]. | |lsmtext='''χειμερῐνός:''' -ή, -όν ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το [[θερινός]], <i>χειμεριναὶ [[τροπαί]]</i> (βλ. [[τροπή]] I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν χειμερινήν</i> (ενν. <i>ὥρην</i>), κατά τη [[διάρκεια]] της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειμερινός]], σε Θουκ.· βλ. [[χειμέριος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειμερῐνός:''' <b class="num">1)</b> зимний (μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.): πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. обращенный к зимнему солнцу, т. е. на юг; περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. во время зимнего солнцестояния; χ. [[ὄνειρος]] Luc. сон в зимнюю ночь;<br /><b class="num">2)</b> холодный, суровый ([[χωρίον]] Thuc.). - см. тж. [[χειμερινά]] и [[χειμερινή]]. | |||
}} | }} |