λαχνόγυιος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαχνόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει τριχωτά [[μέλη]] σώματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''λαχνόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει τριχωτά [[μέλη]] σώματος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνόγυιος:''' с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом (θῆρες Eur.).
}}
}}