λαχνόγυιος

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνόγυιος Medium diacritics: λαχνόγυιος Low diacritics: λαχνόγυιος Capitals: ΛΑΧΝΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: lachnógyios Transliteration B: lachnoguios Transliteration C: lachnogyios Beta Code: laxno/guios

English (LSJ)

λαχνόγυιον, with shaggy limbs, θῆρες E.Hel.378 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 20] mit dichtbehaarten Gliedern, θῆρες Eur. Hel. 378.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres velus.
Étymologie: λάχνη, γυῖον.

Russian (Dvoretsky)

λαχνόγυιος: с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом (θῆρες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λαχνόγυιος: -ον, ἔχων δασέα μέλη, θῆρες Εὐρ. Ἑλ. 378 (λυρ.)

Greek Monolingual

λαχνόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + -γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερόγυιος, λιπόγυιος].

Greek Monotonic

λαχνόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει τριχωτά μέλη σώματος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λαχνό-γυιος, ον γυῖον
with shaggy limbs, Eur.