τιμωρέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμωρέω:''' μέλ. <i>τιμωρήσω</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμωρήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμωρησάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>τετῑμώρημαι</i>, χρησιμ. επίσης με Μέση [[σημασία]]· ([[τιμωρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον που έχει αδικηθεί, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για εκείνον, με δοτ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ.· με πλήρη [[σύνταξη]] το [[πρόσωπο]] [[υπέρ]] του οποίου γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε δοτ., το [[πρόσωπο]] κατά του οποίου γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε αιτ., και το [[έγκλημα]] για το οποίο γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε γεν.· <i>τιμωρεῖν τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα</i>, εκδικήθηκε τον φονιά για το θάνατο του γιού του, σε Ξεν.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[τιμωρέω]] τὸν φόνον, εκδικούμαι για τη [[σφαγή]] του, σε Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι μέσω εκδίκησης, στον ίδ. κ.λπ.· απρόσ., <i>τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ</i>, [[εκδίκηση]] για τον Λεωνίδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τιμωρεῖν τινα</i>, τον [[τιμωρώ]] για [[εκδίκηση]], σε Σοφ.· στη Μέσ., [[κολάζω]] για [[εκδίκηση]], εκδικούμαι κάποιον, <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>Ἑαυτὸν τιμωρούμενος</i>, Βασανιστής του [[εαυτού]] του, όνομα κωμωδίας του Μενάνδρου· με γεν. πράγμ., <i>τιμωρεῖσθαί τινά τινος</i>, [[τιμωρώ]] κάποιον παίρνοντας [[εκδίκηση]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως επίσης, [[τιμωρέω]] τινὰ [[ἀντί]] τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., σ' ἀδελφῆς [[αἷμα]] τιμωρήσεται, θα τιμωρηθείς με την «[[επίσκεψη]]» του αίματος της αδερφής του πάνω [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης απόλ., εκδικούμαι, ζητώ [[εκδίκηση]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ τιμωρησόμενον</i>, η [[πιθανότητα]] της εκδίκησης, σε Δημ.· <i>ἐς Λεωνίδην τετιμωρήσεαι</i>, θα [[πάρεις]] [[εκδίκηση]] για την [[τιμή]] του Λεωνίδα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τῑμωρέω:''' μέλ. <i>τιμωρήσω</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμωρήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμωρησάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>τετῑμώρημαι</i>, χρησιμ. επίσης με Μέση [[σημασία]]· ([[τιμωρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον που έχει αδικηθεί, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για εκείνον, με δοτ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ.· με πλήρη [[σύνταξη]] το [[πρόσωπο]] [[υπέρ]] του οποίου γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε δοτ., το [[πρόσωπο]] κατά του οποίου γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε αιτ., και το [[έγκλημα]] για το οποίο γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε γεν.· <i>τιμωρεῖν τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα</i>, εκδικήθηκε τον φονιά για το θάνατο του γιού του, σε Ξεν.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[τιμωρέω]] τὸν φόνον, εκδικούμαι για τη [[σφαγή]] του, σε Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι μέσω εκδίκησης, στον ίδ. κ.λπ.· απρόσ., <i>τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ</i>, [[εκδίκηση]] για τον Λεωνίδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τιμωρεῖν τινα</i>, τον [[τιμωρώ]] για [[εκδίκηση]], σε Σοφ.· στη Μέσ., [[κολάζω]] για [[εκδίκηση]], εκδικούμαι κάποιον, <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>Ἑαυτὸν τιμωρούμενος</i>, Βασανιστής του [[εαυτού]] του, όνομα κωμωδίας του Μενάνδρου· με γεν. πράγμ., <i>τιμωρεῖσθαί τινά τινος</i>, [[τιμωρώ]] κάποιον παίρνοντας [[εκδίκηση]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως επίσης, [[τιμωρέω]] τινὰ [[ἀντί]] τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., σ' ἀδελφῆς [[αἷμα]] τιμωρήσεται, θα τιμωρηθείς με την «[[επίσκεψη]]» του αίματος της αδερφής του πάνω [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης απόλ., εκδικούμαι, ζητώ [[εκδίκηση]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ τιμωρησόμενον</i>, η [[πιθανότητα]] της εκδίκησης, σε Δημ.· <i>ἐς Λεωνίδην τετιμωρήσεαι</i>, θα [[πάρεις]] [[εκδίκηση]] για την [[τιμή]] του Λεωνίδα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμωρέω:''' <b class="num">1)</b> становиться на защиту, защищать, помогать (τινι Her., Soph.): τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόντες ἐτιμώρεον Her. платя услугой за услугу, (хиосцы) приходили на выручку (милетцам); τ. [[ὑπέρ]] τινος Lys., Plat. вступаться за кого(что)-л.;<br /><b class="num">2)</b> тж. med. отплачивать, мстить: τ. τινι Her. мстить кому-л.; τ. τι Xen. и [[ὑπέρ]] τινος Xen. мстить за что-л.; τιμωρεῖσθαι ἔς τινα Her. и τινι Soph., Eur. мстить за кого-л.; τ. τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα Xen. мстить за кого-л., карая за смерть его сына; τ. τινι τὸν φόνον Plat. мстить за убийство кого-л.; Λεωνίδῃ, τῷ με κελεύεις τιμωρῆσαι, φημὶ [[μεγάλως]] τετιμωρῆσθαι Her. Леонид, за которого ты велишь мне отомстить, вполне, по-моему, отомщен; ὑπ᾽ [[ἐμοῦ]] οὐδεὶς τετιμωρημένος Lys. никто не стал жертвой моей мести;<br /><b class="num">3)</b> преимущ. med. карать, наказывать (τινα Her., Soph., Eur., Thuc., Lys., Plat.): τιμωρεῖσθαί τινά τινος Her., Eur., Lys., Plat. и τινα [[ἀντί]] τινος Her. карать кого-л. за что-л.; ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις τ. Plat. прибегать к высшим мерам наказания; οἱ ἐν Ἃιδου τὸν ἀεὶ χρόνον τιμωρούμενοι Plat. осужденные на вечные мучения в Аиде.
}}
}}