Anonymous

τιμωρέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(T21)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τιμώρω; 1st aorist [[passive]] ἐτιμωρήθην; (from [[τιμωρός]], and [[this]] from [[τιμή]] and [[οὐρός]], [[see]] [[θυρωρός]]); from [[Sophocles]] and [[Herodotus]] [[down]]; [[properly]], to be a [[guardian]] or [[avenger]] of honor; [[hence]],<br /><b class="num">1.</b> to succor, [[come]] to the [[help]] of:τίνι, [[one]], [[Sophocles]], [[Herodotus]], [[Thucydides]], others,<br /><b class="num">2.</b> to [[avenge]]: τίνι, [[one]], [[Herodotus]], [[Xenophon]], others.<br /><b class="num">3.</b> in the N. T. τιμώρω τινα, to [[take]] [[vengeance]] on [[one]], to [[punish]]: [[Sophocles]] O. R. 107; in Greek writings the [[middle]] is [[more]] [[common]] in [[this]] [[sense]]).
|txtha=τιμώρω; 1st aorist [[passive]] ἐτιμωρήθην; (from [[τιμωρός]], and [[this]] from [[τιμή]] and [[οὐρός]], [[see]] [[θυρωρός]]); from [[Sophocles]] and [[Herodotus]] [[down]]; [[properly]], to be a [[guardian]] or [[avenger]] of honor; [[hence]],<br /><b class="num">1.</b> to succor, [[come]] to the [[help]] of:τίνι, [[one]], [[Sophocles]], [[Herodotus]], [[Thucydides]], others,<br /><b class="num">2.</b> to [[avenge]]: τίνι, [[one]], [[Herodotus]], [[Xenophon]], others.<br /><b class="num">3.</b> in the N. T. τιμώρω τινα, to [[take]] [[vengeance]] on [[one]], to [[punish]]: [[Sophocles]] O. R. 107; in Greek writings the [[middle]] is [[more]] [[common]] in [[this]] [[sense]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμωρέω:''' μέλ. <i>τιμωρήσω</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμωρήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμωρησάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>τετῑμώρημαι</i>, χρησιμ. επίσης με Μέση [[σημασία]]· ([[τιμωρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον που έχει αδικηθεί, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για εκείνον, με δοτ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ.· με πλήρη [[σύνταξη]] το [[πρόσωπο]] [[υπέρ]] του οποίου γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε δοτ., το [[πρόσωπο]] κατά του οποίου γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε αιτ., και το [[έγκλημα]] για το οποίο γίνεται η [[εκδίκηση]] τίθεται σε γεν.· <i>τιμωρεῖν τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα</i>, εκδικήθηκε τον φονιά για το θάνατο του γιού του, σε Ξεν.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[τιμωρέω]] τὸν φόνον, εκδικούμαι για τη [[σφαγή]] του, σε Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι μέσω εκδίκησης, στον ίδ. κ.λπ.· απρόσ., <i>τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ</i>, [[εκδίκηση]] για τον Λεωνίδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τιμωρεῖν τινα</i>, τον [[τιμωρώ]] για [[εκδίκηση]], σε Σοφ.· στη Μέσ., [[κολάζω]] για [[εκδίκηση]], εκδικούμαι κάποιον, <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>Ἑαυτὸν τιμωρούμενος</i>, Βασανιστής του [[εαυτού]] του, όνομα κωμωδίας του Μενάνδρου· με γεν. πράγμ., <i>τιμωρεῖσθαί τινά τινος</i>, [[τιμωρώ]] κάποιον παίρνοντας [[εκδίκηση]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως επίσης, [[τιμωρέω]] τινὰ [[ἀντί]] τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., σ' ἀδελφῆς [[αἷμα]] τιμωρήσεται, θα τιμωρηθείς με την «[[επίσκεψη]]» του αίματος της αδερφής του πάνω [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης απόλ., εκδικούμαι, ζητώ [[εκδίκηση]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ τιμωρησόμενον</i>, η [[πιθανότητα]] της εκδίκησης, σε Δημ.· <i>ἐς Λεωνίδην τετιμωρήσεαι</i>, θα [[πάρεις]] [[εκδίκηση]] για την [[τιμή]] του Λεωνίδα, σε Ηρόδ.
}}
}}