3,277,649
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμευσίπορος:''' -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται [[μεταξύ]] τους, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀμευσίπορος:''' -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται [[μεταξύ]] τους, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμευσίπορος:''' с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.). | |||
}} | }} |