Anonymous

ἀμευσίπορος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμευσίπορος]], -ον (Α)<br />αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
|mltxt=[[ἀμευσίπορος]], -ον (Α)<br />αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμευσίπορος:''' -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται [[μεταξύ]] τους, σε Πίνδ.
}}
}}