αἰένυπνος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰένυπνος:''' -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
|lsmtext='''αἰένυπνος:''' -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰένυπνος:''' навеки усыпляющий (Γᾶς [[παῖς]] καὶ Ταρτάρου = [[θάνατος]] Soph.).
}}
}}