αἰένυπνος
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
αἰένυπνον, forever sleeping, giving eternal sleep, epithet of Death, S.OC1578 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰένυπνος -ον ἀεί, ὕπνος die eeuwige slaap geeft.
German (Pape)
der ewige Schlaf, Tod, Soph. O.C. 1574, nach Hermanns Emend.
Russian (Dvoretsky)
αἰένυπνος: навеки усыпляющий (Γᾶς παῖς καὶ Ταρτάρου = θάνατος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.
Greek Monotonic
αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.