παροργίζω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροργίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[προκαλώ]] σε κάποιον θυμό, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., σε Δημ.
|lsmtext='''παροργίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[προκαλώ]] σε κάποιον θυμό, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παροργίζω:''' вызывать гнев, возбуждать (τινὰ ἐπί τινι NT); med. гневаться, сердиться (πρός τινα Dem.).
}}
}}