3,277,172
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκατεργάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>-είργασμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] ή [[υποστηρίζω]] κάποιον στην [[επίτευξη]] ενός έργου, [[συνεργώ]], [[συμπράττω]], <i>τίτινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· με δοτ. μόνον, [[συνεργάζομαι]] με, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάκτηση]] μιας χώρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνεργώ]] σε [[δολοφονία]], [[θανατώνω]] από κοινού, σε Ευρ. | |lsmtext='''συγκατεργάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>-είργασμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] ή [[υποστηρίζω]] κάποιον στην [[επίτευξη]] ενός έργου, [[συνεργώ]], [[συμπράττω]], <i>τίτινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· με δοτ. μόνον, [[συνεργάζομαι]] με, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάκτηση]] μιας χώρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνεργώ]] σε [[δολοφονία]], [[θανατώνω]] από κοινού, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατεργάζομαι:''' <b class="num">1)</b> вместе совершать, сообща делать, помогать достичь: [[ἡμῖν]] συγκατείργασται [[τάδε]] Eur. он участвовал в этом вместе с нами; τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην συγκατεργασάμενος Her. помогший Киру достичь царской власти; σ. τὸ [[πᾶν]] Thuc. помогать в осуществлении всех планов, πολλὰ Φιλίππῳ συγκατεργασάμενος Plut. совершивший вместе с Филиппом много дел;<br /><b class="num">2)</b> помогать, содействовать (τινι Her.);<br /><b class="num">3)</b> помогать завоевать (τὴν Ἰταλίαν Plut.). | |||
}} | }} |